Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε, σα να της είχε μιλήσει ο ίδιος ο διάβολος, αυτοπροσώπως. Ο κύριος Παραβιτσίνι που είχε μπει, χωρίς να τον προσέξουν, γέλασε δυνατά και έτριψε τα χέρια του, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν γεμάτα σατανικότητα.
—Με ξαφνιάσατε, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν σας άκουσα να μπαίνετε.
—Μπαίνω στις μύτες των ποδιών, έτσι, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι Κανείς ποτέ δε μ’ ακούει να μπαίνω και να βγαίνω, συνέχισε. Το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Καμιά φορά παίρνουν τ’ αυτιά μου κουβέντες! Κι αυτό με διασκεδάζει.
Κοίταξε την κυρία Μπόυλ και πρόσθεσε:
—Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ τι ακούω!
Η κυρία Μπόυλ είπε σχεδόν ξεψυχισμένα:
—Αλήθεια; Πρέπει να πάρω το πλεκτό μου. Το έχω αφήσει, νομίζω, στο σαλόνι.
Προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα και βγήκε.
Η Μόλλυ κοίταξε τον κύριο Παραβιτσίνι αινιγματικά. Αυτός την πλησίασε με μικρά πηδηματάκια, σα να έπαιζε κουτσό και υποκλίθηκε.
—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα φαίνεται κάπως συγχυσμένη, παρατήρησε.
Και πριν προλάβει να καταλάβει, της άρπαξε το χέρι και το έφερε στα χείλη του.
—Τι σας συμβαίνει, αγαπητή μου;
Η Μόλλυ, άθελά της, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν είχε ακόμα βεβαιωθεί πως τα αισθήματά της γι’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν φιλικά. Ο άντρας την στραβοκοίταξε, με εκείνη τη γνωστή έκφραση που έχουν οι γερο-σάτυροι.
—Όλα είναι δύσκολα σήμερα το πρωί, είπε η Μόλλυ σα να ήθελε να δικαιολογηθεί. Θα φταίει προφανώς η κακοκαιρία.
—Πραγματικά, συμφώνησε ο κύριος Παραβιτσίνι κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Το χιόνι κάνει τα πάντα δύσκολα, αυτό δε θέλετε να πείτε; Ή μήπως τα διευκολύνει;
—Δεν ξέρω τι εννοείτε.
—Ασφαλώς και δεν ξέρετε, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι σκεφτικά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρετε. Πρώτα απ’ όλα, μου φαίνεται πως δεν ξέρετε και πολλά για τη διαχείριση μιας πανσιόν.
Η Μόλλυ ύψωσε το σαγόνι της κάπως επιθετικά.
—Το παραδέχομαι πως δεν ξέρουμε, αλλά κάνουμε το κάθε τι για να μάθουμε.
—Μπράβο, μπράβο.
—Κι εξάλλου, είπε η Μόλλυ, έχω την εντύπωση πως δεν είμαι και τόσο κακή μαγείρισσα.
—Είσθε, χωρίς αμφιβολία, έκτακτη μαγείρισσα, πλειοδότησε ο κύριος Παραβιτσίνι.
Τι μπελάς είναι αυτοί οι ξένοι, συλλογίστηκε η Μόλλυ.
Ίσως ο κύριος Παραβιτσίνι να διάβασε τη σκέψη της. Πάντως ο τρόπος του άλλαξε. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ήρεμη και σοβαρή.
—Μπορώ να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε κάποιο ζήτημα, κυρία Νταίηβις; Δεν πρέπει, εσείς κι ο σύζυγος σας, να δίνετε πίστη σ’ ότι σας λένε. Έχετε πληροφορίες για τα πρόσωπα που βρίσκονται εδώ; Ξέρετε από πού κρατάει η σκούφια τους;
—Είναι απαραίτητο; έκανε η Μόλλυ με ανησυχία. Νόμιζα πως απλώς ο κόσμος έρχεται και φεύγει.
—Είναι καλό πάντα να ξέρεις με ποιους ανθρώπους κοιμάσαι κάτω απ’ την ίδια στέγη. Αυτό δείχνει φρόνηση.
Έσκυψε μπροστά και τη χτύπησε απαλά στον ώμο, σα να τη μάλωνε.
—Πάρτε εμένα, για παράδειγμα, είπε. Εμφανίζομαι μέσα στη νύχτα. Λέω πως το αυτοκίνητό μου ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα και θρονιάζομαι του καλού καιρού μέσα το αρχοντικό σας. Τι ξέρετε για μένα; Τίποτα απολύτως. Ίσως να μην ξέρετε τίποτα και για τους άλλους σας ενοίκους.
—Η κυρία Μπόυλ… άρχισε να λέει η Μόλλυ, αλλά σταμάτησε καθώς την είδε να ξαναμπαίνει κρατώντας το πλεκτό της.
—Το σαλόνι είναι πολύ κρύο, είπε αυτή. Προτιμώ να μείνω εδώ μέσα.
Προχώρησε προς το τζάκι που τριζοβολούσε, όταν ο κύριος Παραβιτσίνι έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της.
—Επιτρέψτε μου να σκαλίσω τη φωτιά για χάρη σας, είπε.
Η Μόλλυ έμεινε κατάπληκτη, όπως και το προηγούμενο βράδυ, με τον τρόπο που κινήθηκε. Το κορμί του φανέρωνε μιαν απίστευτη νεανική ζωτικότητα. Είχε προσέξει ότι ήταν πάντα προσεκτικός και φρόντιζε να κρατάει διαρκώς την πλάτη του προς το φως και να κρύβει το πρόσωπό του. Και τώρα, καθώς τον είδε να γονατίζει μπροστά στο τζάκι και να σκαλίζει με την τσιμπίδα τη φωτιά, κατάλαβε την αιτία, Το πρόσωπο του κυρίου Παραβιτσίνι ήταν έξυπνα και, με μεγάλη τέχνη, μακιγιαρισμένο.
Ώστε, ο ξεμωραμένος γέρος, προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται νεώτερος απ’ ότι ήταν. Ε, λοιπόν, δεν το πέτυχε. Έδειχνε τα χρονάκια του και μάλιστα με το παραπάνω. Το μόνο που δεν συμφωνούσε με την ηλικία του, ήταν το βάδισμά του. Σταθερό, άνετο, νεανικό. Αλλά μπορεί κι αυτό να ήταν ψεύτικο και επιτηδευμένο, να ήταν μια σκηνοθεσία.
Η Μόλλυ συνήλθε απ’ τις σκέψεις της και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, με την είσοδο του ταγματάρχη Μέτκαλφ, που μπήκε βαριά, με το γνωστό του στρατιωτικό βάδισμα.
—Κυρία Νταίηβις, φοβάμαι ότι οι σωλήνες του…
Είδε τον κύριο Παραβιτσίνι και την κυρία Μπόυλ και χαμήλωσε τη φωνή του.
—…του μπάνιου κάτω, έχουν παγώσει! πρόσθεσε με συστολή.