Выбрать главу

—Έ, λοιπόν, τι γίνεται μ’ αυτόν; Που είναι τώρα;

—Δεν έχουμε καμιά πληροφορία, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτόν, είναι ότι αποστρατεύθηκε μόλις πέρυσι.

—Μα αν ο γιος είναι ανισόρροπος, μπορεί να είναι κι ο πατέρας επίσης, παρατήρησε η Μόλλυ.

—Σωστά.

—Έτσι ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ηλικιωμένος ή και γέρος ακόμα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, θυμάμαι ότι τρομοκρατήθηκε κυριολεκτικά, όταν του είπα πως είχαν τηλεφωνήσει από την αστυνομία. Έγινε κυριολεκτικά άνω-κάτω.

Ο αρχιφύλακας είπε ήρεμα:

—Σας παρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πιστέψτε με ότι έχω υπόψη μου όλες τις πιθανότητες από την αρχή. Θέλω να πω, το αγόρι, τον Τζιμ δηλαδή, τον πατέρα, ακόμα και την αδελφή. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα κι αυτή. Δεν αποκλείεται να είναι δράστης μια γυναίκα. Ξέρετε, τα σκεφτήκαμε όλα. Στο μυαλό μου υπάρχει μια βαρύνουσα σκέψη, αλλά ακόμα δεν είμαι σε θέση να πω υπεύθυνα ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά. Είναι βλέπετε πραγματικά πολύ δύσκολο να ξέρεις το κάθε τι ή να γνωρίζεις πραγματικά κάποιον, από μέσα κι από έξω. Θα μένατε κατάπληκτη μ’ όσα βλέπουμε στην αστυνομία. Κυρίως με τους γάμους. Βιαστικοί γάμοι λόγω του πολέμου. Χωρίς υπόβαθρο. Δεν υπήρχαν οικογένειες ή συγγενείς για να μάθεις τον άλλο. Οι άνθρωποι βασίζονταν στα λόγια. Ερχόταν κάποιος και σου έλεγε πως ήταν τάχα ιπτάμενος πιλότος που είχε παρασημοφορηθεί κατ’ επανάληψη, ή ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού ή δεν ξέρω τι άλλο και το κορίτσι που είχε πλευρίσει τον πίστευε! Τις περισσότερες φορές δεν μάθαινε παρά ύστερα από δυο-τρία χρόνια πως ήταν ένας καταζητούμενος κακοποιός παντρεμένος με γυναίκα και παιδιά, ή κάποιος λιποτάκτης.

Κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε.

—Καταλαβαίνω τι έχετε στο μυαλό σας, κυρία Νταίηβις. Υπάρχει όμως κάτι που θέλω να σας πω. Ο δολοφόνος, κυρία Νταίηβις, διασκεδάζει! Διασκεδάζει με την ψυχή του! Γι’ αυτό το τελευταίο είμαι βέβαιος όσο για τίποτα άλλο.

Προχώρησε προς την πόρτα και βγήκε.

Η Μόλλυ στάθηκε για λίγη ώρα ακίνητη σαν άγαλμα, με ένα αιφνίδιο κοκκίνισμα στα μάγουλα. Μετά γύρισε αργά προς το φούρνο και τον άνοιξε. Της ήρθε η ευχάριστη μυρωδιά του φαγητού. Η καρδιά της ξαλάφρωσε. Σα να ‘χε επιστρέψει ξαφνικά στο οικείο περιβάλλον των καθημερινών ασχολιών. Μαγείρεμα, συγύρισμα, καθάρισμα, η συνηθισμένη τετριμμένη ζωή.

Αυτό που κάνουν όλες οι γυναίκες στον κόσμο, αιώνες και αιώνες τώρα. Ο τρόμος, ο αλόγιστος φόβος, εκείνο το αιχμηρό συναίσθημα του πανικού, έφυγαν, Η γυναίκα στην κουζίνα της είναι ασφαλής, ατέρμονα ασφαλής.

Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε ξαφνικά και μπήκε βιαστικά ο Κρίστοφερ. Έδειχνε λαχανιασμένος.

—Χαμός. Κλέψανε τα σκι του αρχιφύλακα, φώναξε.

—Τα σκι του αρχιφύλακα; Μα γιατί να το κάνει κανείς αυτό;

—Δεν μπορώ να καταλάβω κι εγώ, είπε ο Κρίστοφερ. Αν ο αρχιφύλακας ήθελε να φύγει και να μας αφήσει μόνους, αυτό μου φαίνεται πως θα ευχαριστούσε το δολοφόνο όσο τίποτε άλλο! Γι’ αυτό δε βγαίνει νόημα. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;

—Ο Τζάιλς τα είχε τοποθετήσει στη ντουλάπα, κάτω απ’ τη σκάλα, είπε η Μόλλυ.

—Σωστά, μα τώρα πια δεν είναι εκεί. Περίεργο, ε;

Γέλασε εύθυμα.

—Να δεις τον αρχιφύλακα. Έχει γίνει θηρίο απ’ το κακό του. Τα ‘χει βάλλει με τον κακομοίρη τον ταγματάρχη. Αυτός ο δυστυχής δεν μπορεί να θυμηθεί αν τα είδε εκεί μέσα, όταν είχε ανοίξει τη ντουλάπα, πριν απ’ την δολοφονία της κυρίας Μπόυλ. Ο αρχιφύλακας πάλι επιμένει πως θα έπρεπε να τα είχε προσέξει.

Χαμήλωσε τη φωνή του κι έσκυψε προς το μέρος της Μόλλυ.

—Αυτή η κατάσταση έχει σπάσει τα νεύρα του αρχιφύλακα, είπε. Δείχνει εξευτελισμένος.

—Μας έχει πάρει όλους κάτω.

—Έμενα όμως όχι. Λειτουργεί σαν τονωτικό. Η κατάσταση είναι εξαίσια εξωπραγματική.

Η Μόλλυ του είπε απότομα;

—Δεν θα το έλεγες αυτό, εάν… εάν την είχες βρει εσύ. Την κυρία Μπόυλ, εννοώ. Όλο το σκέφτομαι… δεν μπορώ να το ξεχάσω. Το πρόσωπό της… πρησμένο και πορφυρό…

Ανατρίχιασε. Ο Κρίστοφερ πλησίασε προς το μέρος της και έβαλε το χέρι του στον ώμο της.

—Το ξέρω, είπε. Με συγχωρείς. Είμαι ένας ηλίθιος! Δεν το σκέφθηκα…

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της Μόλλυ.

—Μόλις τώρα ένιωθα καλά, μαγειρεύοντας… η κουζίνα…

Συνέχισε μπλεγμένα, σχεδόν ακατάληπτα:

—…ξαφνικά, όλα πίσω πάλι γυρίζουν… σαν εφιάλτης…

Υπήρχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του Ρεν, έτσι όπως έστεκε κοιτάζοντας το σκυμμένο κεφάλι της γυναίκας.

—Καταλαβαίνω, της είπε. Καταλαβαίνω πολύ καλά.

Απομακρύνθηκε λίγο.

—Καλύτερα να σας αφήσω τώρα… να μη σας ενοχλώ, συνέχισε εκείνος.

Προχώρησε προς την πόρτα κι είχε πιάσει την πετούγια, αλλά η Μόλλυ του φώναξε.