Выбрать главу

—Μπορεί άραγε κανείς να το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Κρίστοφερ.

—Βέβαια. Είσαι ακόμα τόσο νέος.

—Ναι, όμως είμαι ξοφλημένος. Βρίσκομαι πια στο τέλος…

—Όχι, δεν βρίσκεσαι στο τέλος. Έτσι νομίζεις μόνο. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι νιώθουν σαν και σένα κάποτε στη ζωή τους, ότι τάχα έχουν φτάσει στο τέλος, ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν…

—Το έχεις νιώσει κι εσύ Μόλλυ, ε; Για να μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο, θα πρέπει να το έχεις νιώσει.

—Ναι.

—Τι σου συνέβη;

—Τα δικά μου είναι τα συνηθισμένα· θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σ’ ένα σωρό ανθρώπους. Ήμουν αρραβωνιασμένη μ’ έναν πιλότο που σκοτώθηκε.

—Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό.

—Όχι. Υπάρχει κάτι ακόμα. Όταν ήμουν πιο νέα, είχα περάσει ένα σοκ. Αντιμετώπισα κάτι σκληρό και κτηνώδες. Μου δημιούργησε μια πεσιμιστική προδιάθεση για τη ζωή. Όταν σκοτώθηκε ο Τζακ, επιβεβαιώθηκε η άποψή μου ότι η ζωή είναι δόλια και σκληρή.

—Καταλαβαίνω. Και τότε φαντάζομαι είναι που μπήκε στη ζωή σου ο Τζάιλς, είπε ο Κρίστοφερ.

—Ναι, τότε…

Ο Κρίστοφερ είδε το τρυφερό χαμόγελο που άνθησε στα χείλη της.

—Ο Τζάιλς ήρθε! Κι όλα άρχισαν πάλι να μοιάζουν ασφαλή και χαρούμενα. Ο Τζάιλς!

Ξαφνικά το χαμόγελο έφυγε απ’ το πρόσωπό της. Σοβάρεψε. Ρίγησε σα να κρύωνε.

—Τι συμβαίνει, Μόλλυ; Τι σε φοβίζει; Γιατί φαίνεται καθαρά ότι κάτι φοβάσαι…

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

—Έχει καμιά σχέση με τον Τζάιλς; Τίποτα που είπε ή έκανε;

—Όχι, δεν είναι ο Τζάιλς, όχι! Είναι αυτός ο φριχτός άνθρωπος!

—Ποιος φριχτός άνθρωπος; Ο Παραβιτσίνι; Ρώτησε ο Κρίστοφερ παραξενεμένος.

—Όχι, όχι, ο αρχιφύλακας Τρόττερ!

—Ο αρχιφύλακας;

—Ναι, αυτός. Υπαινίσσεται διάφορα… βάζει τρομερές σκέψεις στο μυαλό και για τον Τζάιλς ακόμα… αμφιβολίες που δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπήρχαν. Ω, τον μισώ! Τον μισώ αυτό τον άνθρωπο!

Ο Κρίστοφερ ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος.

—Ο Τζάιλς; αναρωτήθηκε. Ο Τζάιλς! Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω. Είμαστε μάλλον της ίδιας ηλικίας. Μοιάζει κάπως μεγαλύτερος από μένα, αλλά μάλλον δεν είναι. Ναι, ταιριάζει κι ο Τζάιλς! Αλλά, Μόλλυ, δεν έχει καμιά σημασία. Ο Τζάιλς ήταν εδώ μαζί σου, την ήμερα που δολοφονήθηκε εκείνη η γυναίκα στο Λονδίνο.

Η Μόλλυ δεν απάντησε.

Ο Κρίστοφερ την κοίταξε ξαφνιασμένος.

—Δεν ήταν εδώ;

Η Μόλλυ απάντησε βαριανασαίνοντας. Τα λόγια της έβγαιναν δύσκολα.

—Έλλειπε όλη τη μέρα… με το αυτοκίνητο… είχε πάει μακριά για ν’ αγοράσει ένα συρματόπλεγμα… τουλάχιστον αυτό μου είπε… αυτό νόμιζα κι εγώ μέχρι… μέχρι…

—Μέχρι πότε;

Η Μόλλυ άπλωσε το χέρι της αργά και του έδειξε την ημερομηνία στην “Ήβνιν Στάνταρτ” που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

Ο Κρίστοφερ την κοίταξε και είπε:

—Η “Ήβνιν Στάνταρτ” του Λονδίνου. Αυτή η εφημερίδα είναι προχθεσινή.

—Ήταν στην τσέπη του Τζάιλς όταν γύρισε. Θα πρέπει να ήταν στο Λονδίνο!

Ο Κρίστοφερ κοίταξε μ’ ένα ύφος απορημένο, μια την εφημερίδα και μια τη Μόλλυ. Ύστερα σούφρωσε τα χείλη του κι άρχισε να σφυρίζει, όμως σταμάτησε απότομα. Όχι, δεν έπρεπε να σφυρίζει αυτό το σκοπό!

Διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του κι αποφεύγοντας να την κοιτάξει κατάματα, τη ρώτησε:

—Τι ακριβώς ξέρεις για τον Τζάιλς;

—Μη, όχι, όχι, ούρλιαξε η Μόλλυ. Αυτό ακριβώς είναι που αυτός ο απαίσιος μπάτσος είπε ή θέλησε να υπαινιχθεί. Ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν συχνά τίποτα για τους άνδρες που παντρεύονται, κυρίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου! Είπε πως πιστεύουν αυτό που εκείνοι τους σερβίρουν.

—Υποθέτω ότι αυτό είναι μάλλον σωστό.

—Μη λες κι εσύ τα ίδια! Δεν μπορώ να το αντέξω. Φταίει αυτή η κατάσταση που είμαστε όλοι έτσι. Θα πιστεύαμε κάθε φανταστική υποψία, οσοδήποτε αβάσιμη κι αν είναι… Δεν είναι αλήθεια! Εγώ…

Σταμάτησε. Η πόρτα της κουζίνας είχε ανοίξει.

Ο Τζάιλς μπήκε μέσα. Είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του.

—Μήπως διέκοψα κάτι; ρώτησε.

Ο Κρίστοφερ σηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε κάπως αμήχανα:

—Μου έδινε μερικά μαθήματα μαγειρικής!

—Αλήθεια; Λοιπόν, άκουσε εδώ Ρεν. Τα τετ-α-τετ δεν είναι και πολύ υγιεινά, τούτη την ώρα. Δίνε του από εδώ μέσα, μ’ ακούς; Ξεκουμπίσου!

—Ω, μα, βεβαίως, βεβαίως, εγώ…

—Κρατήσου μακριά από τη γυναίκα μου. Δεν έχω σκοπό να την αφήσω να γίνει το επόμενο θύμα!

—Αυτό είναι που κάνει και εμένα ν’ ανησυχώ, είπε ήρεμα ο Κρίστοφερ.

Αν υπήρχε κάποιο υπονοούμενο στα λόγια του, ο Τζάιλς δε φάνηκε να το κατάλαβε.

Αναψοκοκκίνισε και είπε:

—Άσε με εμένα ν’ ανησυχώ. Μπορώ να φροντίσω τη γυναίκα μου μόνος μου. Και εσύ να πας στο διάβολο!

—Σε παρακαλώ, Κρίστοφερ, φύγε, είπε η Μόλλυ παρακλητικά. Φύγε, σε παρακαλώ!