Выбрать главу

—Περισσότερα ντενεκέδια, ε;

Τα «ντενεκέδια» ήταν ένα δικό τους αστείο. Προσωπικό. Πάντα είχαν τη μανία να ψάχνουν για κονσέρβες. Αυτές ήσαν τα ντενεκέδια που έλεγαν. Η αποθήκη τους ήταν τώρα πραγματικά καλοεφοδιασμένη για περίπτωση ανάγκης. Η Μόλλυ σκεπτόταν, κάνοντας μια γκριμάτσα με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό, πως αυτή η ώρα ανάγκης δεν φαινόταν να είναι και πολύ μακριά.

Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Τζάιλς δεν είχε γυρίσει ακόμα. Η Μόλλυ μπήκε πρώτα στην κουζίνα κι ύστερα ανέβηκε στο επάνω πάτωμα όπου υπήρχαν τα υπνοδωμάτια κι άρχισε να τα γυρίζει χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

Η κυρία Μπόυλ θα έμενε στο δωμάτιο που βρισκόταν προς το νότο, με τα έπιπλα από μαόνι και το μεγάλο κρεβάτι με την οροφή. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ στο γαλάζιο δωμάτιο με τα έπιπλα από βελανιδιά. Ο κύριος Ρεν στο ανατολικό δωμάτιο με το παράθυρο που βλέπει στις πικροδάφνες. Όλα τα δωμάτια έδειχναν πολύ όμορφα και, τι ευλογία, που η θεία Κατερίνα είχε τόσα πολλά σεντόνια και λινά υφάσματα.

Η Μόλλυ συγύρισε ένα πάπλωμα και μετά κατέβηκε. Είχε σκοτεινιάσει πια. Το σπίτι ξαφνικά φαινόταν πολύ ήσυχο και άδειο. Ήταν ένα μοναχικό, ξεκομμένο σπίτι, δυο μίλια απ’ το χωριό – δυο μίλια, όπως έλεγε η Μόλλυ χαριτολογώντας, από οπουδήποτε.

Συχνά έμενε στο σπίτι μόνη, αλλά ποτέ πριν δεν της είχε φανεί τόσο μοναχικό.

Το χιόνι χτυπούσε στα τζάμια των παραθύρων κι έκανε ένα σφύριγμα, έναν απειλητικό θόρυβο. Αρχισε να ανησυχεί. Υπέθεσε πως ο Τζάιλς δε θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, πως το χιόνι του είχε φράξει το δρόμο και το αυτοκίνητο δε θα μπορούσε να περάσει. Υπέθεσε πως θα έμενε μόνη εδώ, κλεισμένη μέσα σ’ αυτό το κρύο και σκοτεινό σπίτι, πως θα έμενε αναγκαστικά για μέρες, για πολλές ίσως μέρες.

Κοίταξε γύρω της, στην κουζίνα. Ήταν μια μεγάλη άνετη κουζίνα που φαινόταν ν’ αναζητά μια μεγαλόσωμη, παχιά μαγείρισσα να προεδρεύει γύρω απ’ το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, οι μασέλες της να κινούνται ρυθμικά την ώρα που θα έτρωγε κέικ ή θα έπινε μαύρο γλυκό τσάι, που θα περιστοιχιζόταν από μια ψηλή, ξερακιανή υπηρέτρια απ’ τη μια μεριά κι από μια παχιά, ροδοκόκκινη υπηρετριούλα απ’ την άλλη και με μια καμαριέρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πέρα, που παρακολουθούσε τις λιχουδιές με τρομαγμένα μάτια. Κι αντί για όλα αυτά, υπήρχε μόνο εκείνη, η Μόλλυ Νταίηβις, παίζοντας ένα ρόλο, που δε φαινόταν ακόμα ικανή να παίξει, που δεν της πήγαινε τουλάχιστον. Όλη της η ζωή, αυτή τη στιγμή, της φαινόταν εξωπραγματική, ακόμα κι ο Τζάιλς. Έπαιζε ένα ρόλο, ναι, ακριβώς αυτό έκανε, έπαιζε ένα ρόλο.

Ξαφνικά, μια σκιά πέρασε απ’ το παράθυρο και η Μόλλυ τινάχθηκε ξαφνιασμένη. Ένας ξένος, άγνωστος άντρας, ερχόταν μέσα απ’ το χιόνι. Άκουσε την πλαϊνή πόρτα ν’ ανοίγει με δύναμη. Ο άγνωστος, ο ξένος, στεκόταν τώρα εκεί, μπροστά στο κατώφλι, τινάζοντας από πάνω του το χιόνι και προχωρώντας μέσα στο άδειο σπίτι.

Και ξαφνικά η αυταπάτη διαλύθηκε.

—Ω, Τζάιλς, ήρθες επιτέλους, φώναξε. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ήρθες!

—Γεια σου, γλύκα μου! Τι απαίσιος καιρός, θεούλη μου, έγινα κατεψυγμένος.

Άρχισε να χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και χουχούλιζε τα παγωμένα του δάχτυλα.

Αυτομάτως η Μόλλυ άρπαξε το παλτό του που το είχε ρίξει απερίσκεπτα στη βελανιδένια σιφονιέρα, το έβαλε στην κρεμάστρα, βγάζοντας απ’ τις παραφουσκωμένες του τσέπες, ένα κασκόλ, μια εφημερίδα, ένα κουβάρι σπάγκο και την πρωινή αλληλογραφία που ο Τζάιλς την είχε στριμώξει μέσα εκεί φύρδην-μίγδην.

Μπαίνοντας μετά στην κουζίνα, έβαλε τα χαρτιά στο μπουφέ και την κατσαρόλα στη φωτιά.

Γύρισε προς το μέρος του.

—Τι έγινε με το συρματόπλεγμα; τον ρώτησε. Το πήρες;

—Όχι, δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Δεν έκανε για τη δουλειά μας. Πήγα και σε μια άλλη αποθήκη, αλλά δε μπόρεσα να βρω πουθενά το κατάλληλο συρματόπλεγμα. Τι έκανες εσύ; Κανένας δε φάνηκε ακόμα, ε;

—Η κυρία Μπόυλ δεν έρχεται ως αύριο, έτσι κι αλλιώς, είπε η Μόλλυ.

—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, όμως, και ο κύρος Ρεν, θα έπρεπε να έχουν έρθει μέχρι τώρα.

—Όχι, ο ταγματάρχης έστειλε ένα σημείωμα πως δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα.

—Τότε είμαστε τρεις για το δείπνο. Οι δυο μας και ο κύριος Ρεν. Αλήθεια πως λες να είναι; Εγώ έχω τη γνώμη πως θα είναι κανένας τίμιος, μετρημένος και λιγομίλητος συνταξιούχος.

—Όχι, μου φαίνεται πως είναι καλλιτέχνης.

—Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε ο Τζάιλς, καλά θα κάνουμε να του πάρουμε προκαταβολικά μιας βδομάδας νοίκι.

—Α, όχι, Τζάιλς. Θα φέρουν βέβαια μαζί τους βαλίτσες. Αν δεν πληρώσουν, θα τους κρατήσουμε τις βαλίτσες.

—Και φαντάσου οι αποσκευές τους να είναι γεμάτες με πέτρες τυλιγμένες σε εφημερίδες. Η αλήθεια είναι πάντως, Μόλλυ, πως δεν ξέρουμε καθόλου τι μας περιμένει σ’ αυτή την επιχείρηση. Ελπίζω να μην καταλάβουν πως είμαστε αρχάριοι στη δουλειά.