Выбрать главу

Μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, οι χαμηλές νότες, ακούγονταν με ένα σχεδόν απόκοσμο εφέ.

—Ευχαριστώ, κύριε Παραβιτσίνι, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Παίξατε το σκοπό ακριβώς όπως και προηγουμένως;

—Μάλιστα. Επανέλαβα τη στροφή τρεις φορές.

Ο αρχιφύλακας στράφηκε στη Μόλλυ.

—Παίζετε πιάνο, κυρία Νταίηβις;

—Μάλιστα.

—Μπορείτε να παίξετε το σκοπό που έπαιξε προηγουμένως ο κύριος Παραβιτσίνι, αλλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο;

—Βεβαίως και μπορώ.

—Τότε πηγαίνετε και καθίστε στο πιάνο. Να αρχίσετε να παίζετε μόλις σας πω.

Η Μόλλυ φαινόταν αναστατωμένη. Προχώρησε αργά προς το πιάνο.

Ο κύριος Παραβιτσίνι σηκώθηκε από το σκαμπό με μια φωνή διαμαρτυρίας.

—Αλλιώς είχα καταλάβει εγώ. Ο καθένας μας θα επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε! Εγώ καθόμουν στο πιάνο.

—Θα επαναληφθούν οι ίδιες πράξεις, ακριβώς την ίδια ώρα, αλλά δεν είναι αναγκαίο κι από τους ίδιους ανθρώπους!

—Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Τζάιλς. Τι θα βγει απ’ αυτό;

—Θα βγει, κύριε Νταίηβις, θα βγει! Είναι κι αυτός ένας τρόπος να εξακριβώσω την αλήθεια των κινήσεων σας και ιδίως την αλήθεια των κινήσεων ενός από σας! Και τώρα παρακαλώ! Θα σας υποδείξω τις θέσεις σας. Η κυρία Νταίηβις θα μείνει εδώ στο πιάνο. Κύριε Ρεν, θα είχατε την καλοσύνη να πάτε στην κουζίνα; Ρίξτε και μια ματιά στο φαγητό! Κύριε Παραβιτσίνι, μπορείτε να πάτε στο δωμάτιο του κυρίου Ρεν; Εκεί μπορείτε να εξασκηθείτε καλύτερα σφυρίζοντας τα τρία τυφλά ποντικάκια, όπως ακριβώς έκανε προηγουμένως και εκείνος. Ταγματάρχα Μέτκαλφ, θα πάτε σας παρακαλώ, επάνω στο δωμάτιο του κυρίου Νταίηβις. Εκεί θα εξετάσετε τη συσκευή του τηλεφώνου. Και σεις κύριε Νταίηβις, ρίχνετε μια ματιά στη ντουλάπα, στο χολ και μετά κατεβαίνετε στο υπόγειο.

Για μια στιγμή σώπασαν. Κι έπειτα τέσσερα άτομα κινήθηκαν προς την πόρτα.

Ο Τρόττερ τους ακολούθησε. Γύρισε το κεφάλι του για να πει στη Μόλλυ.

—Μετρήστε μέχρι το πενήντα και μετά αρχίστε να παίζετε.

Ακολούθησε τους άλλους έξω.

Προτού κλείσει η πόρτα, η Μόλλυ άκουσε τη φωνή του κυρίου Παραβιτσίνι να λέει:

—Ποτέ δε. φανταζόμουν ότι η αστυνομία θα, τα κατάφερνε τόσο καλά στα παιχνίδια συναναστροφών!

—Σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα, πενήντα.

Υπάκουα η Μόλλυ τελείωσε το μέτρημα και άρχισε να παίζει. Ξανά το απαλό, άγριο τραγούδι πλημμύρισε το γεμάτο ηχώ δωμάτιο.

Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε…

Η Μόλλυ ένιωσε την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο δυνατά, πιο άγρια. Όπως είχε πει ο κύριος Παραβιτσίνι, ήταν ένας αλλόκοτος και άγριος σκοπός. Είχε όλη την παιδική άγνοια για τον οίκτο, που είναι τόσο τρομερή κι απάνθρωπη, όταν την συναντά κανείς σε μεγάλους. Πολύ αμυδρά μπορούσε ν’ ακούσει τον ίδιο σκοπό από το επάνω πάτωμα, που σφύριζε ο κύριος Παραβιτσίνι, παίζοντας το ρόλο του Κρίστοφερ Ρεν.

Ξαφνικά, από τη βιβλιοθήκη δίπλα, ακούστηκε το ραδιόφωνο να παίζει. Βέβαια, θα το είχε ανοίξει ο αρχιφύλακας. Απ’ ότι φαίνεται έπαιζε το ρόλο της κυρίας Μπόυλ. Αλλά γιατί; Τι θα έβγαινε απ’ όλα αυτά; Που ήταν η παγίδα; Γιατί η Μόλλυ ήταν βεβαία ότι επρόκειτο για παγίδα.

Ένα ρεύμα κρύου αέρα φύσηξε στο σβέρκο της. Έστρεψε απότομα το κεφάλι. Ασφαλώς κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο.

Μα, όχι, το δωμάτιο ήταν άδειο! Και ξαφνικά ένιωσε άσχημα. Φοβόταν. Αν έμπαινε κανείς; Αν ερχόταν ο κύριος Παραβιτσίνι, θα μπορούσε, να ξεγλιστρήσει από την πόρτα, να πλησιάσει αθόρυβα, προς το πιάνο και τα μακριά του δάχτυλα ν’ αρχίσουν να σφίγγουν, να σφίγγουν…

«Ώστε παίζετε το πένθιμο εμβατήριο για τη δική σας κηδεία, αγαπητή μου κυρία. Τι ευτυχής σκέψη!»

Κουταμάρες… Μη γίνεσαι βλάκας… μη φαντάζεσαι πράγματα! Εξάλλου, τον ακούς από πάνω που σφυρίζει. Τον ακούς, όπως σ’ ακούει κι εκείνος.

Σήκωσε τα δάχτυλά της από τα πλήκτρα, καθώς μια ιδέα της πέρασε απ’ το μυαλό. Κανείς δεν είχε ακούσει τον κύριο Παραβιτσίνι να παίζει. Αυτή ήταν η παγίδα; Μήπως ο κύριος Παραβιτσίνι δεν είχε παίξει καθόλου; Μήπως δεν ήταν στο σαλόνι, αλλά στη βιβλιοθήκη; Στη βιβλιοθήκη και στραγγάλιζε την κυρία Μπόυλ;

Είχε φανεί αναστατωμένος, εξαιρετικά αναστατωμένος μάλιστα, όταν ο αρχιφύλακας της είχε ζητήσει να παίξει εκείνη στο πιάνο. Είχε επιμείνει ιδιαίτερα, ότι έπαιζε πολύ σιγά. Βέβαια, είχε τονίσει ότι έπαιζε σιγά, με την ελπίδα ότι δεν θα είχε ακουστεί έξω από το δωμάτιο. Γιατί αν κάποιος άκουγε τώρα το πιάνο και κανείς δεν το είχε ακούσει πριν… τότε, ο Τρόττερ θα είχε βρει αυτό που ήθελε… αυτόν που είχε πει ψέματα.

Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε. Η Μόλλυ, βέβαιη πως επρόκειτο να αντικρίσει τον κύριο Παραβιτσίνι, ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Αλλα δεν ήταν ο Ιταλός, ήταν ο αρχιφύλακας που μπήκε ακριβώς τη στιγμή που τέλειωνε την τρίτη στροφή του τραγουδιού.