Выбрать главу

—Οι δρόμοι έχουν αποκλειστεί παντού, τους πληροφόρησε. Ελπίζω να έχετε γερές προμήθειες, ε;

—Α, ναι, έχουμε αρκετές κονσέρβες, τον καθησύχασε η Μόλλυ. Πάντως, νομίζω πως πρέπει να προμηθευθώ και λίγο αλεύρι ακόμη, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.

Σκέφτηκε πως στην ανάγκη θα μπορούσε να ζυμώσει εκείνο το ανεβατό ψωμί με τη σόδα, που απροσδιόριστα ήξερε ότι φτιάχνουν οι Ιρλανδοί. Αν τα πράγματα έφθαναν στο απροχώρητο, θα το προσπαθούσε.

Ο διανομέας είχε φέρει και τις εφημερίδες και η Μόλλυ τις έριξε πάνω στο τραπέζι του χολ. Οι διεθνείς ειδήσεις είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ο καιρός και η δολοφονία της κυρίας Λάιον, έπιαναν όλη την πρώτη σελίδα.

Η Μόλλυ έσκυψε και παρατηρούσε την ξεθωριασμένη φωτογραφία του θύματος, όταν η φωνή του κυρίου Ρεν πίσω απ’ την πλάτη της είπε:

—Τι φριχτό έγκλημα, τι λέτε και σεις; Μου φαίνεται για παλιογυναίκα και η γειτονιά δεν πάει πίσω. Δεν νομίζω πως μπορεί να κρύβεται τίποτ’ άλλο.

—Για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε η κυρία Μπόυλ με αποδοκιμασία, πως αυτό το πλάσμα εισέπραξε αυτό που της άξιζε.

—Α, έκανε ο κ. Ρεν και γύρισε απότομα προς το μέρος της. Υπονοείτε πως πρόκειται για σεξουαλικό έγκλημα, ε;

—Δεν υπονοώ τίποτα, έκανε εμβρόντητη η κυρία Μπόυλ.

—Μα την στραγγάλισαν! Ή μήπως κάνω λάθος;

Απλωσε τα μακριά, κοκαλιάρικα δάχτυλά του, που είχαν ένα κίτρινο αρρωστιάρικο χρώμα και είπε:

—Αραγε πώς είναι να στραγγαλίσεις κάποιον;

—Αρκετά, κύριε Ρεν, είπε η γυναίκα.

Ο Κρίστοφερ την πλησίασε ακόμα περισσότερο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του:

—Έχετε σκεφτεί ποτέ, κυρία Μπόυλ, πώς να αισθάνεται κάποιος τη στιγμή που τον στραγγαλίζουν;

—Αρκετά, κύριε Ρεν, επανέλαβε η γυναίκα. Σταματήστε!

Η Μόλλυ άρχισε να διαβάζει δυνατά:

—«Ο άνδρας που αναζητείται από την αστυνομία είναι μετρίου αναστήματος, φορούσε σκούρο πανωφόρι, ανοιχτόχρωμο καπέλο και μάλλινο κασκόλ».

—Τώρα μάλιστα, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μοιάζει ακριβώς σαν όλο τον κόσμο.

Γέλασε.

—Ναι, συμφώνησε η Μόλλυ. Μοιάζει ακριβώς σαν τον καθένα.

Στο γραφείο του, στη Σκότλαντ Γυάρντ, ο επιθεωρητής Πάρμιντερ, στράφηκε προς τον αστυνόμο Κέιν.

—Θα δω τώρα αυτούς τους δυο εργάτες, είπε.

Ο Κέιν σηκώθηκε.

—Θα σας τους φέρω αμέσως.

—Πώς είναι;

—Φαίνονται για τίμιοι άνθρωποι, αν και λιγάκι αργόστροφοι. Οπωσδήποτε, όμως, είναι αξιόπιστοι.

Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος και του είπε:

—Ωραία. Φέρ’ τους μέσα.

Οι δυο εργάτες μπήκαν στο γραφείο δειλά και συνεσταλμένα, φορώντας τα καλά τους ρούχα. Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ τους έριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά. Είχε μια απαράμιλλη ικανότητα να κάνει τους ανθρώπους να νοιώθουν άνετα.

—Ώστε νομίζετε ότι έχετε κάποια πληροφορία που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στην υπόθεση Λάιον, είπε. Κάνατε πολύ καλά που ήρθατε να μας το αναφέρετε. Καθίστε. Καπνίζετε;

Τους έδωσε τσιγάρο και μετά τους πρόσφερε φωτιά.

—Τι βρομόκαιρος, είπε σπάζοντας τη σιωπή.

—Καλά λέτε, κύριε.

—Λοιπόν, πείτε μου.

Οι δυο άνδρες κοιτάχτηκαν. Ένιωθαν το θάρρος τους να τους εγκαταλείπει τώρα που έπρεπε να μιλήσουν.

—Μίλησε Τζο, είπε ο πιο μεγαλόσωμος. Πέστα εσύ καλύτερα.

Και ο Τζο άρχισε.

—Βλέπετε, έγιναν κάπως έτσι τα πράγματα. Δεν είχαμε σπίρτα…

—Πού ήταν αυτό;

—Στην Τζάρμαν Στρητ, είπε αυτός. Δουλεύαμε στο δρόμο… Ανοίγουμε τάφρους για την κεντρική παροχή του γκαζιού.

Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αργότερα, θα ζητούσε λεπτομέρειες για το ακριβές μέρος και ώρα. Ήξερε πως η Τζάρμαν Στρητ βρισκόταν κοντά στην οδό Κάλβερ, όπου είχε γίνει το έγκλημα.

—Λοιπόν, δεν είχατε σπίρτα, είπε για να ενθαρρύνει τον εργάτη.

—Μάλιστα. Είχε αδειάσει το σπιρτόκουτο που είχα και ο αναπτήρας του Μπιλ δεν άναβε κι έτσι αναγκάσθηκα να ζητήσω από έναν τύπο που περνούσε. «Μήπως έχετε ένα σπίρτο, κύριε,» τον ρώτησα. Δεν σκέφθηκα τίποτα το περίεργο εκείνη την ώρα, τουλάχιστον δεν το σκέφθηκα τότε. Απλώς περνούσε, όπως πολλοί άλλοι και έτυχε να τον ρωτήσω.

Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του.

—Λοιπόν, σταμάτησε ο άνθρωπος και μας έδωσε ένα σπίρτο. Καλά ως εδώ. Δεν είπε τίποτα. Ο Μπιλ του λέει τότε: «Διαβολεμένο κρύο, ε;» και τότε ο φιλαράκος του απάντησε ψιθυριστά. «Ναι, πολύ κρύο.» Η φωνή του ήταν βραχνή και σκέφτηκα τότε πως είχε αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα. Ήταν όλος κουκουλωμένος, εξάλλου. Του έδωσα πίσω τα σπίρτα του και τον ευχαρίστησα. Κι αυτός αμέσως έφυγε γρήγορα, τόσο γρήγορα, σα να τον κυνηγούσαν. Τότε πρόσεξα πως του είχε πέσει κάτι απ’ την τσέπη, άλλα ήταν πολύ αργά να τον προλάβω. Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο που του είχε πέσει τη στιγμή που έβγαζε να μου δώσει τα σπίρτα του. «Έ, κύριε, κάτι σας έπεσε», του φώναξα, αλλά δε φάνηκε να με άκουσε, γιατί βιάστηκε να στρίψει απ’ τη γωνιά και να εξαφανισθεί. Έτσι δεν έγινε, Μπιλ;