Выбрать главу

—Έτσι ακριβώς, συμφώνησε ο Μπιλ. Έφυγε σαν κυνηγημένος λαγός.

—Έστριψε στην οδό Χάρροου και δεν θα προλαβαίναμε να τον φτάσουμε έτσι που έτρεχε. Ύστερα, δεν άξιζε τον κόπο να τρέξουμε, γιατί δεν ήταν παρά ένα μικρό βιβλιαράκι, ένα απλό σημειωματάριο. Όχι κανένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι, ή κι εγώ δεν ξέρω τι πράγμα αξίας. Μπορεί να το είχε και για πέταμα. «Περίεργος τύπος», είπα του Μπιλ. «Τον είδες; Το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και κουμπωμένος ως το λαιμό, σα φονιάς, απ’ αυτούς που βλέπουμε στα φιλμ». Έτσι δε σου είπα, Μπιλ;

—Αυτό είπες αλήθεια, παραδέχτηκε ο Μπιλ.

—Παράξενο να το πω αυτό, όχι δηλαδή που σκέφτηκα τίποτα εκείνη την ώρα. Ο άνθρωπος τουρτούριζε απ’ το κρύο και βιαζόταν να γυρίσει σπιτάκι του και δεν τον κατηγορούσα. Με τέτοιο κρύο που έκανε!

Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.

—Έτσι, λέω, του Μπιλ. «Ας κοιτάξουμε το βιβλιαράκι να δούμε αν είναι τίποτα σπουδαίο». Το άνοιξα και το κοίταξα, κύριε. «Μόνο δυο διευθύνσεις έχει», λέω του Μπιλ. «Κάλβερ Στρητ 74 και κάποια εξοχική κατοικία».

—«Πλουσιόσπιτο», είπε ο Μπιλ ξεφυσώντας.

Ο Τζο συνέχισε την ιστορία του, με ολοφάνερο κέφι τώρα που έφθανε στο πιο κρίσιμο σημείο.

—«Οδός Κάλβερ 74,» λέω του Μπιλ. «Πρέπει να είναι εδώ δίπλα, μόλις στρίψουμε στη γωνία. Όταν τελειώσουμε από δω, θα πάμε μια βόλτα από κει». Και μετά βλέπω κάτι γραμμένο στο επάνω μέρος της σελίδας. «Τι είναι πάλι αυτό;» λέω του Μπιλ και το παίρνει και το διαβάζει φωναχτά. «Τρία τυφλά ποντικάκια». «Θα πρέπει να του έχει στρίψει,» είπε ο Μπιλ και τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, κύριε, ακούμε μια γυναίκα να στριγκλίζει, δυο δρόμους παρακάτω. «Φόνος!»

Ο Τζο σταμάτησε σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο. Στράφηκε στον Μπιλ.

—Έτσι δεν είναι στρίγκλιζε, Μπιλ; ρώτησε. Λοιπόν, λέω του Μπιλ. «Για πετάξου να δεις τι τρέχει.» Κι αυτός πηγαίνει και σε λίγο γυρνάει και μου λέει, πως είναι κόσμος μαζεμένος μπροστά σε μια πόρτα και έχει έρθει η αστυνομία κι ότι κάποιας γυναίκας της κόψανε το λαιμό ή τη στραγγάλισαν κι ότι η γυναίκα που στρίγκλιζε ήταν η σπιτονοικοκυρά της που τη βρήκε σκοτωμένη. «Που έγινε αυτό;» τον ρωτάω. «Στην οδό Κάλβερ», μου απαντάει. «Σε ποιο νούμερο;», τον ρωτάω πάλι και μου λέει πως δεν είδε.

Ο Μπιλ έβηξε και μάζεψε τα πόδια του με το ύφος κάποιου που δεν του έκοψε να ενεργήσει σωστά.

—Έτσι του λέω «Ας πεταχτούμε να κοιτάξουμε» κι όταν είδαμε πως ήταν ο αριθμός 74 καθίσαμε να το κουβεντιάσουμε. «Ίσως», μου λέει ο Μπιλ, «να μην έχει καμιά σχέση μ’ αυτό, η διεύθυνση στο σημειωματάριο.» Εγώ πάλι λέω πως μπορεί να έχει, κι όταν μάθαμε αργότερα πως η αστυνομία ζητάει κάποιον που έφυγε απ’ το σπίτι εκείνη την ώρα περίπου, ε, τότε, ήρθαμε εδώ και ρωτήσαμε αν μπορούμε να δούμε τον κύριο που ανέλαβε αυτή την υπόθεση. Ελπίζω, κύριε, να μη σας απασχολήσαμε άδικα.

—Κάθε άλλο, είπε ο επιθεωρητής Πάρμιντερ ζωηρά. Ίσα-ίσα που ενεργήσατε πολύ σωστά. Μήπως φέρατε μαζί σας εκείνο το σημειωματάριο;

Ο Τζο το έβγαλε πρόθυμα απ’ την τσέπη του και του το έδωσε.

—Ευχαριστώ, είπε ο επιθεωρητής. Και τώρα θα ήθελα να σας ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου ορισμένα πράγματα.

Οι ερωτήσεις του ήταν κοφτές και καθαρά επαγγελματικές και αφορούσαν το μέρος, την ώρα, την ημερομηνία και άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Κράτησε σημείωση για όλα αυτά, άλλα δεν κατόρθωσε να πάρει μια πιο ακριβή περιγραφή του αγνώστου που είχε χάσει το σημειωματάριο. Αντί γι’ αυτή, πήρε την ίδια περιγραφή που είχε πάρει κι απ’ την υστερική ιδιοκτήτρια, πως ο άγνωστος φορούσε ένα καπέλο χαμηλά μέχρι τα μάτια, βαρύ χειμωνιάτικο παλτό, κουμπωμένο καλά, ένα κασκόλ περασμένο σφιχτά στο κάτω μέρος του προσώπου και φορούσε γάντια. Κι ακόμα πως η φωνή του ήταν βραχνή και ψιθυριστή.

Όταν οι δυο εργάτες έφυγαν, έμεινε στη θέση του, κοιτάζοντας το μικρό βιβλιαράκι που ήταν ανοιχτό μπροστά του. Σχεδίαζε να το πάει στη σήμανση για να διαπιστώσει αν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά τώρα, όλη του η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στις δυο διευθύνσεις και στη φράση που υπήρχε ψηλά, στο επάνω μέρος της σελίδας.

Γύρισε το κεφάλι του καθώς ο αστυνόμος Κέιν έμπαινε στο γραφείο.

—Έλα εδώ, Κέιν. Κοίταξε αυτό.

Ο Κέιν έσκυψε πάνω απ’ τον ώμο του και διάβασε:

—«Τρία τυφλά ποντικάκια!» Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

—Φυσικά, είπε ο επιθεωρητής. Αλλά για κοίταξε κι αυτό εδώ.

Ανοιξε το συρτάρι του, έβγαλε μισή κόλα αναφοράς και την τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, πλάι στο σημειωματάριο. Είχε βρεθεί καρφιτσωμένη πάνω στο πτώμα της γυναίκας.