Выбрать главу

Επάνω στο χαρτί έγραφε: «Αυτό είναι το πρώτο». Από κάτω ήταν μια παιδική ζωγραφιά που απεικόνιζε τρία ποντικάκια και ένα πεντάγραμμο με νότες.

Ο Κέιν σιγοσφύριξε το σκοπό: «Τρία τυφλά ποντικάκια για κοίτα πως γυρνάνε…»

—Ώστε αυτό είναι, είπε ο επιθεωρητής. Έχει σημειωμένη τη μελωδία…

—Αυτό είναι εξωφρενικό, έτσι δεν είναι;

—Ναι, παραδέχτηκε ο Πάρμιντερ. Έγινε αναγνώριση του θύματος;

—Βεβαίως. Εδώ είναι η αναφορά για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η κυρία Λάιον, όπως αυτοαποκαλείτο, ήταν στην πραγματικότητα η Μωρήν Γκρεγκ. Είχε αποφυλακισθεί εδώ και δυο μήνες απ’ το Χολογουέη, αφού είχε εκτίσει την ποινή της.

Ο Πάρμιντερ είπε σκεφτικά:

—Πήγε στο 74 της Κάλβερ Στρητ, ως Μωρήν Λάιον. Είχε τη συνήθεια να πίνει που και που κανένα ποτηράκι κι έφερνε κάθε τόσο κάποιον άνδρα στο δωμάτιό της. Δεν έδειχνε να φοβάται κάτι ή κάποιον. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας κάνει να πιστέψουμε πως φοβόταν, ότι διατρέχει κάποιο κίνδυνο. Αυτός ο άνδρας έρχεται και χτυπά το κουδούνι, ζητάει την κυρία Λάιον και η σπιτονοικοκυρά της τον στέλνει επάνω, στον δεύτερο όροφο. Αυτή δεν μπορεί να τον περιγράψει. Λέει μόνο πως ήταν μετρίου αναστήματος και έδειχνε άσχημα κρυωμένος, γιατί μιλούσε με βραχνή φωνή, που μόλις ακουγόταν. Η ίδια ξαναγύρισε στο υπόγειο και δεν άκουσε τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο. Δεν άκουσε ούτε τον άνδρα να φεύγει. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα ανέβηκε επάνω για να πάει τσάι στην νοικάρισσά της και την βρήκε στραγγαλισμένη.

—Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο έγκλημα, Κέιν. Ήταν σχεδιασμένο προσεκτικά.

Ο Πάρμιντερ σταμάτησε και πρόσθεσε απότομα:

—Αναρωτιέμαι πόσα σπίτια στην Αγγλία, ονομάζονται Μόνκσγουελ Μάνορ.

—Ίσως να είναι μόνο ένα, κύριε επιθεωρητά, παρατήρησε ο αστυνόμος.

—Μακάρι. Τότε θα είχαμε τρομερή τύχη, Κέιν. Αλλά ας μη χάνουμε καιρό. Πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα.

Ο Κέιν κοίταξε ξανά τις δυο διευθύνσεις: Κάλβερ Στρητ 74, Μόνκσγουελ Μάνορ.

—Ώστε πιστεύετε, πως…

Ο Πάρμιντερ είπε βιαστικά:

—Βεβαίως. Έχεις καμιά αντίρρηση;

—Ίσως. Μόνκσγουελ Μάνορ… κάτι μου λέει. Που να το είδα… Ξέρετε, παίρνω όρκο πως κάπου το είδα τώρα τελευταία.

—Πού;

—Αυτό προσπαθώ να θυμηθώ. Για σταθείτε… Στην εφημερίδα… στους Τάιμς. Στην πίσω σελίδα. Για μια στιγμή… Ξενοδοχεία και πανσιόν. Ναι αυτό είναι. Έλυνα το σταυρόλεξο!

Βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο και ξαναγύρισε σε λίγο θριαμβευτικά κρατώντας μια εφημερίδα.

—Το βρήκα, φώναξε. Εδώ είναι. Κοιτάξτε.

Ο επιθεωρητής παρακολούθησε τον δείχτη του χεριού του αστυνόμου Κέιν.

—Μόνκσγουελ Μάνορ, Χάρπλεντιν Μπερκς.

Τράβηξε το τηλέφωνο προς το μέρος του.

—Συνδέστε με, παρακαλώ, με το τμήμα του Μπερκσάιρ, είπε.

Με την άφιξη του ταγματάρχη Μέτκαλφ, το Μόνκσγουελ Μάνορ άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά. Ο ταγματάρχης δεν ήταν ούτε φοβερός, όπως η κυρία Μπόυλ, ούτε εκκεντρικός όπως ο Κρίστοφερ Ρεν. Ήταν απλώς ένας απαθής μεσόκοπος, με άψογο στρατιωτικό παράστημα, που είχε υπηρετήσει τον περισσότερο καιρό στις Ινδίες. Έδειχνε απ’ την πρώτη στιγμή κατενθουσιασμένος με το δωμάτιο και τα έπιπλά του. Με την κυρία Μπόυλ δεν βρήκανε κοινούς φίλους, αλλά έτυχε να γνωρίζει κάποια ξαδέλφια φίλων της από το Γιορκσάιρ. Οι αποσκευές του όμως, δυο βαρείες δερμάτινες βαλίτσες από χοιρόδερμα, ικανοποίησαν ακόμα και τον Τζάιλς, που διατηρούσε πάντα μια κάπως επιφυλακτική και φιλύποπτη στάση απέναντι στους ενοίκους του.

Η αλήθεια είναι πάντως, πως η Μόλλυ και ο Τζάιλς, δεν είχαν τον απαιτούμενο καιρό να σχολιάσουν τους ενοίκους τους. Ήταν αρκετά απασχολημένοι με τα καθήκοντά τους. Οι δυο τους μαγείρευαν, σερβίριζαν, έτρωγαν και καθάριζαν τα πιάτα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ δοκίμασε τον καφέ που του σερβίρισαν στο σαλόνι και δεν παρέλειψε να εκδηλώσει την ικανοποίησή του για την «εξαίσια γεύση». Αργότερα, όταν πια όλα είχαν τελειώσει και οι προσκεκλημένοι τους είχανε αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, η Μόλλυ έκλεισε την πόρτα της κουζίνας και ανέβηκαν με τον Τζάιλς στο δωμάτιό τους. Την ώρα που έπεφταν να πλαγιάσουν, ένοιωθαν αφάνταστα κουρασμένοι, αλλά συγχρόνως ένιωθαν μέσα τους και το γνωστό συναίσθημα του θριάμβου, που νιώθουν οι άνθρωποι όταν επιτελούν ένα δύσκολο έργο. Αλλά στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ένα παρατεταμένο κουδούνισμα τους έκανε να τιναχθούν απ’ το κρεβάτι τους.

—Κατάρα, γρύλισε ο Τζάιλς. Είναι η εξώπορτα. Τι στο καλό…

—Βιάσου, είπε η Μόλλυ. Πήγαινε να δεις.

Ο Τζάιλς θυμωμένος τυλίχτηκε με τη ρόμπα του και κατέβηκε τα σκαλιά. Η Μόλλυ άκουσε το σύρτη να τραβιέται απ’ την πόρτα και μετά συγκεχυμένες φωνές απ’ το χολ. Γεμάτη περιέργεια σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε να κρυφοκοιτάξει απ’ το κεφαλόσκαλο. Κάτω στο χολ, ο Τζάιλς βοηθούσε κάποιον άγνωστο με γενειάδα να βγάλει το χιονισμένο του παλτό. Άκουσε μάλιστα και κάποια λόγια.