Αυτή περίπου ήταν η ιστορία της Φωνής του Αρχηγού, που σας την είπα περιληπτικά, γιατί παρέλειψα σκόπιμα τι σεγοντάριζαν οι Άλλες Φωνές. Για να καταλάβετε, ο Αρχηγός δεν ξεστόμιζε ποτέ πάνω από πέντ’ έξι λέξεις μαζεμένες, κι οι Άλλες Φωνές τον έκοβαν και δήλωναν πως συμφωνούν και μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου, κι οι Ναρνιανοί είχαν βγει απ’ τα ρούχα τους ώσπου να τελειώσει η ιστορία. Κι όταν τέλειωσε καμιά φορά, έπεσε μεγάλη σιωπή.
«Ωραία όλ’ αυτά» είπε πρώτη η Λούσυ, «αλλά τι δουλειά έχουμε εμείς; Δεν καταλαβαίνω».
«Μπα, σε καλό μου! Ξέχασα να σας πω το κυριότερο» είπε η Φωνή του Αρχηγού.
«Αυτό θα λέγαμε κι εμείς!» αλάλαξαν οι Φωνές όλο ενθουσιασμό.
«Και βέβαια το ξέχασες, Αρχηγέ. Και το ξέχασες υπέροχα, καταπληκτικά το ξέχασες. Κανένας δεν ξεχνάει καλύτερα από σένα, Αρχηγέ! Γεια στο στόμα σου!»
«Δηλαδή..., να τα ξαναπώ απ’ την αρχή;» είπε η Φωνή του Αρχηγού.
«Όχι, όχι, να λείπει!» τον έκοψαν μ’ ένα στόμα ο Κασπιανός και ο Έντμουντ.
«Λοιπόν, για να μην τα πολυλογώ» είπε η Φωνή του Αρχηγού, «τόσον καιρό περιμένουμε ένα καλό κοριτσάκι από ξένα μέρη, σαν κι εσάς καληώρα, δεσποινιδούλα μου, ν’ ανεβεί απάνω και να πάρει το μαγικό βιβλίο και να βρει το ξόρκι που λύνει το άλλο ξόρκι και να το διαβάσει, για να μην είμαστε πια αόρατοι. Και πήραμε όρκο, τους πρώτους ξένους που θα φτάσουν στο νησί (και θα ’χουν μαζί τους ένα καλό κοριτσάκι, εννοείται, γιατί αν δεν έχουν το πράγμα αλλάζει) δε θα τους αφήσουμε να φύγουν ζωντανοί, αν δε μας κάνουν αυτή την εξυπηρετησούλα. Και λοιπόν, αφέντες μου, αν το κοριτσάκι σας δεν πάει απάνω αμέσως, μετά λύπης μας θα πρέπει να σας κόψουμε το λαρύγγι ολουνών. Διότι έτσι είπαμε να κάνουμε, και πρέπει να το κάνουμε, και μη σας κακοφανεί ποσώς».
«Εγώ πάντως δε βλέπω όπλα» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Κι αυτά αόρατα είναι;» Πριν προλάβει όμως να τελειώσει την κουβέντα του, ένα σφύριγμα ακούστηκε και την άλλη στιγμή ένα ακόντιο είχε καρφωθεί στο δέντρο που ήταν πίσω τους.
«Αυτό που βλέπετε είναι ακόντιο» είπε η Φωνή του Αρχηγού.
«Ακόντιο είναι, Αρχηγέ, ακόντιο» είπαν οι άλλοι. «Γεια στο στόμα σου.»
«Κι έφυγε από το χέρι μου» συνέχισε η Φωνή του Αρχηγού. «Τα όπλα γίνονται ορατά όταν δεν τ’ αγγίζουμε.»
«Και γιατί πρέπει να το κάνω εγώ αυτό που λες;» ρώτησε η Λούσυ. «Γιατί δεν το κάνει κάποιος δικός σας; Δεν έχετε κορίτσια;»