«Άπαπα, άπαπα!» είπαν όλες οι Φωνές μαζί. «Εμείς δεν ξανανεβαίνουμε κει πάνω!»
«Μ’ άλλα λόγια» είπε ο Κασπιανός, «ζητάτε από την Κυρία ν’ αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο, που δε θέλετε να τον αντιμετωπίσουν οι κόρες και οι αδερφές σας».
«Σωστά, σωστά» είπαν χαρούμενες όλες οι Φωνές. «Γεια στο στόμα σου! Α, εσύ είσαι και γραμματιζούμενος, έτσι φαίνεται. Με την πρώτη φαίνεται.»
«Δεν είμαστε με τα καλά μας!» είπε ο Έντμουντ, αλλά τότε μπήκε στη μέση η Λούσυ.
«Και πρέπει ν’ ανέβω νύχτα ή μέρα;»
«Μέρα, μέρα, και βέβαια μέρα» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Όχι νύχτα! Άπαπα! Ποιος σου ’πε να πας νύχτα; Ν’ ανεβείς εκεί πάνω στα σκοτεινά; Μπρρρ!»
«Τότε θα πάω» είπε η Λούσυ. «Μη δοκιμάσετε να μ’ εμποδίσετε γιατί δε γίνεται αλλιώς. Τα βλέπετε και μόνοι σας. Είναι πολλοί, δεν τα βγάζουμε πέρα μαζί τους. Αν πάω, έχουμε μια ελπίδα.»
«Κι ο μάγος;» είπε ο Κασπιανός.
«Μπορεί να μην είναι και τόσο κακός όσο λένε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, οι αόρατοι άνθρωποι δεν είναι και πολύ θαρραλέοι».
«Ούτε πολύ έξυπνοι» είπε ο Ευστάθιος.
«Στάσου» είπε ο Έντμουντ. «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε. Είναι τρέλα. Ρώτα και τον Ριπ, να δεις τι θα σου πει.»
«Μόνο έτσι θα σώσω τη ζωή μου και τη δική σας» απάντησε η Λούσυ. «Δεν έχω καμιά όρεξη να με κομματιάσουν τα αόρατα σπαθιά τους.»
«Η Μεγαλειοτάτη έχει δίκιο» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Αν υπήρχε ελπίδα να σωθούμε δίνοντας μάχη, το καθήκον μας θα ήταν σαφές. Μου φαίνεται όμως πως τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει. Κι ύστερα, η εξυπηρέτηση που ζητούν δεν προσβάλλει την τιμή της Μεγαλειότητος της. Αντιθέτως, πρόκειται για πράξη ηρωική και ευγενική. Αν η καρδιά της Βασίλισσας τής λέει ν’ αψηφήσει το μάγο, εγώ προσωπικώς δεν πρό-κειται να της εναντιωθώ.»
Ο Ριπιτσιπιτσίπ είχε πει τη γνώμη του καθαρά και ξάστερα, γιατί όλοι ήξεραν πως ήταν γενναίος και δεν υπήρχε φόβος να τον περάσουν για δειλό. Μόνο τ’ αγόρια, που είχαν δειλιάσει πολλές φορές στη ζωή τους, έγιναν κατακόκκινα. Αναγκάστηκαν όμως να συμμορφωθούν. Δυνατές ζητωκραυγές από τους αόρατους ανθρώπους υποδέχτηκαν την απόφαση της Λούσυ, και η Φωνή του Αρχηγού (με τη θερμή υποστήριξη των υπόλοιπων) κάλεσε τους Ναρνιανούς να μείνουν για δείπνο και για τη νύχτα.
Ο Ευστάθιος πρότεινε ν’ αρνηθούν, αλλά η Λούσυ είχε αντίθετη γνώμη. «Είμαι σίγουρη πως δε θα μας προδώσουν. Δεν είναι τέτοιοι τύποι» είπε, και οι άλλοι συμφώνησαν. Κι έτσι, συνοδευμένοι από τρομαχτικά ποδοβολητά και γδούπους (όταν έφτασαν στην πλακόστρωτη αυλή, έγινε χαλασμός) ξαναγύρισαν στο σιωπηλό σπίτι.
10
Το βιβλίο τον μάγου
Οι αόρατοι άνθρωποι περιποιήθηκαν βασιλικά τους καλεσμένους τους, κι ήταν πολύ αστείο να βλέπεις πιάτα και πιατέλες να προσγειώνονται στο τραπέζι χωρίς να τα κρατάει κανείς. Όμως τα πιατικά δεν προχωρούσαν ήσυχα ήσυχα, παράλληλα με το πάτωμα, όπως γίνεται πάντα όταν τα κρατούν αόρατα χέρια. Διέσχιζαν την τραπεζαρία με χοροπηδητά και σάλτα στον αέρα, και με κάθε σάλτο, έβλεπες τα πιάτα να τινάζονται τέσσερα πέντε μέτρα ψηλά, κι έπειτα να κατεβαίνουν και να σταματούν απότομα στο ένα μέτρο απ’ το πάτωμα. Κι αν είχαν μέσα σούπα ή σάλτσα, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.
«Μ’ έχει φάει η περιέργεια» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στον Έντμουντ. «Λες να ’χουν ανθρώπινη μορφή; Εγώ λέω πως θα μοιάζουν με πελώριες ακρίδες ή γι-γάντια βατράχια.»
«Το ίδιο θα ’λεγα κι εγώ» είπε ο Έντμουντ, «αλλά μη σου φύγει κουβέντα γι’ ακρίδες μπροστά στη Λούσυ. Τα έντομα δεν τα πολυσυμπαθεί –και προπαντός τα μεγάλα».
Το δείπνο θα ’ταν καλύτερο αν δεν υπήρχε τόση ακαταστασία, κι αν η συζήτηση στο τραπέζι δεν ήταν όλο συμφωνίες. Οι αόρατοι άνθρωποι συμφωνούσαν με τα πάντα. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα σχόλια δε σήκωναν καμιά διαφωνία: «Εγώ πάντα το ’λεγα, όποιος πεινάει, πρέπει να τρώει» ή «Κοίτα, σκοτεινιάζει. Πάντα σκοτεινιάζει τη νύχτα» ή πάλι «Α, μάλιστα, απ’ τη θάλασσα ήρθατε! Πολύ βρεμένο πράμα η θάλασσα, ε;» Κι η Λούσυ κοιτούσε κάθε τόσο το σκοτεινό άνοιγμα που έχασκε στη βάση της σκάλας –γιατί όπως καθόταν, το ’χε απέναντι της– κι αναρωτιόταν τι θα ’βρισκε στο πάνω πάτωμα το επόμενο πρωί. Κατά τα άλλα, ήταν ωραίο δείπνο, με μανιταρόσουπα, βραστό κοτόπουλο και ψητό χοιρινό, βατόμουρα και φράουλες και ανθότυρο, κρέμα, γάλα και υδρόμελι. Όλοι ξετρελάθηκαν με το υδρόμελι, μα τον Ευστάθιο τον έπιασε το στομάχι του.
Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, η Λούσυ ένιωσε σαν να την περίμενε διαγώνισμα στο σχολείο ή ραντεβού στον οδοντογιατρό. Ήταν υπέροχη μέρα. Μέλισσες μπαινόβγαιναν ζουζουνίζοντας απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, κι ο κήπος έξω θύμιζε Αγγλία. Η Λούσυ ντύθηκε και κατέβηκε για πρωινό, βάζοντας τα δυνατά της να φανεί αδιάφορη. Έφαγε και κουβέντιασε σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κι έπειτα άκουσε προσεχτικά τις οδηγίες που της έδωσε η Φωνή του Αρχηγού. Στο τέλος, αποχαιρέτησε τους υπόλοιπους, σηκώθηκε αμίλητη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να κοιτάζει πίσω της.