Ευτυχώς, οι σκάλες ήταν λουσμένες στο φως της μέρας, γιατί στο πρώτο κεφαλόσκαλο, ίσια μπροστά της, είχε ένα μεγάλο παράθυρο. Ως το πρώτο κεφαλόσκαλο, η Λούσυ άκουγε καθαρά το τικ τακ του πελώριου ρολογιού στην είσοδο. Έπειτα έστριψε αριστερά στις επόμενες σκάλες, κι ο ήχος του ρολογιού έσβησε.
Στην κορφή της σκάλας ήταν ένας μακρύς και φαρδύς διάδρομος που έκοβε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Στο τέλος του είχε ένα τεράστιο παράθυρο, κι ένα σωρό πόρτες δεξιά κι αριστερά. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σκαλίσματα και ανάγλυφα, και το πάτωμα ντυμένο με χαλί. Η Λούσυ στάθηκε ακίνητη κι αφουγκράστηκε. Άκουγε καθαρά τους ανεπαίσθητους θορύβους του σπιτιού –το βουητό μιας μύγας, το χαρχάλεμα των ποντικών, το θρόισμα κάποιας κουρτίνας –όλα, εκτός απ’ τους τρελούς χτύπους της καρδιάς της.
«Τελευταία πόρτα αριστερά» ψιθύρισε. Η ιδέα δεν της άρεσε καθόλου. Για να φτάσει εκεί, έπρεπε να προσπεράσει ένα σωρό πόρτες –και πίσω από κάποια πόρτα μπορεί να ’ταν ο μάγος, κοιμισμένος, ξύπνιος, αόρατος... Ή νεκρός. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται και προχώρησε. Τα βήματά της πνίγηκαν μέσα στο παχύ χαλί.
«Δεν υπάρχει φόβος... Τουλάχιστον για την ώρα» είπε μέσα της η Λούσυ. Ο διάδρομος ήταν φωτεινός και σιωπηλός. Ίσως υπερβολικά σιωπηλός. Τα πράγματα θα ’ταν πιο εύκολα, αν στις πόρτες δεν υπήρχαν μυστήρια σύμβολα, χαραγμένα με βαθυκόκκινη μπογιά –ένα σωρό περίεργα συμπλέγματα, που κάτι έπρεπε να σημαίνουν, κι αυτό το κάτι δεν ήταν απαραίτητα καλό. Κι ύστερα, ήταν κι οι μάσκες που κρέμονταν στους τοίχους. Δε θα τις έλεγες αποκρουστικές, αλλά ούτε και συμπαθητικές ήταν. Τα άδεια μάτια τους έμοιαζαν παράξενα, κι αν άφηνες λίγο τη φαντασία σου ελεύθερη, θα ’λεγες πως, μόλις τους γυρνούσες την πλάτη, οι μάσκες μόρφαζαν απαίσια πίσω σου.
Φτάνοντας στην έκτη πόρτα, η Λούσυ πέρασε την πρώτη λαχτάρα. Για μια στιγμή, ήταν σχεδόν σίγουρη πως ένα σατανικό μουτράκι με μακριά γένια είχε ξεπηδήσει απ’ τον τοίχο και την κορόιδευε. Μάζεψε όλη της τη δύναμη για να σταματήσει και να βεβαιωθεί. Όχι, δεν ήταν μουτράκι, μόνο ένας καθρέφτης, στο μέγεθος και στο σχήμα του δικού της προσώπου. Όμως αυτός ο καθρέφτης είχε μαλλιά και γένια, κι όταν καθρεφτιζόσουν μέσα του, τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζαν φυτρωμένα στο δικό σου πρόσωπο. «Δεν ήταν τίποτα» είπε μέσα της η Λούσυ. «Τον εαυτό μου είδα περνώντας. Δεν υπάρχει φόβος.» Όμως ο εαυτός της δεν της είχε αρέσει καθόλου με γένια και μαλλιά. (Καταλαβαίνω πως σας τρώει η περιέργεια, αλλά δεν ξέρω να σας πω τι ακριβώς ήταν ο Γενειοφόρος Καθρέφτης. Βλέπετε, δεν είμαι μάγος.)
Πριν φτάσει στην τελευταία πόρτα αριστερά, η Λούσυ είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται αν μάκραινε ο διάδρομος με κάθε βήμα της –ή μη– πως έφταιγαν τα μάγια του σπιτιού. Όμως, όταν έφτασε με τα πολλά, βρήκε την πόρτα ανοιχτή.
Πίσω απ’ την πόρτα ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, με τρία τεράστια παράθυρα, γεμάτο βιβλία απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι. Τόσα βιβλία, πρώτη φορά τα ’βλεπε στη ζωή της. Είχε βιβλιαράκια τόσα δα, και βιβλία χοντρά και πελώρια, κι άλλα που ήταν μεγαλύτερα κι απ’ το Ευαγγέλιο στην εκκλησία. Όλα ήταν ντυμένα με δέρμα, και μύριζαν πολυκαιρία, σοφία και μάγια. Από τις οδηγίες που της είχε δώσει η Φωνή του Αρχηγού, η Λούσυ δε χρειάστηκε να ψάξει καθόλου. Το βιβλίο που ζητούσε, το Μαγικό Βιβλίο, ήταν ακουμπισμένο σ’ ένα αναλόγιο στη μέση του δωματίου. Η Λούσυ κατάλαβε πως έπρεπε να το διαβάσει όρθια (έτσι κι αλλιώς, καρέκλες δεν υπήρχαν), και μάλιστα με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Κι επειδή αυτή η ιδέα δεν της άρεσε ιδιαίτερα, έκανε μεταβολή, αποφασισμένη να κλείσει την πόρτα –για κάθε ενδεχόμενο.
Όμως η πόρτα δεν έκλεινε.
Ίσως μερικοί να διαφωνήσουν με τη Λούσυ, αλλά δεν νομίζω πως είχε δίκιο. Όπως είπε κι η ίδια αργότερα, με την πόρτα κλειστή θα φοβόταν λιγότερο, γιατί δεν είναι και τόσο ευχάριστο να ’χεις μια πόρτα ανοιχτή στην πλάτη σου, σε τέτοιο μέρος. Κι εγώ έτσι θα ’νιωθα στη θέση της. Όμως τώρα δεν της έμενε άλλη λύση.
Το δεύτερο πράγμα που την ανησύχησε, ήταν ο όγκος του βιβλίου. Η Φωνή του Αρχηγού δεν της είχε πει πού ακριβώς βρισκόταν το ξόρκι που έκανε τους ανθρώπους αόρατους, κι έδειξε μάλιστα ν’ απορεί όταν η Λούσυ ρώτησε και ξαναρώτησε. Ήταν φανερό πως η Φωνή του Αρχηγού δεν είχε πολλά πάρε δώσε με βιβλία, κι έτσι τη συμβούλεψε, απλώς, να το φυλλομετρήσει όλο, απ’ την αρχή ως το τέλος. «Μα μπορεί να ψάχνω μέρες και βδομάδες» ψιθύρισε η Λούσυ κοιτάζοντας τον πελώριο τόμο, «κι έχω ήδη την αίσθηση πως είμαι ώρες εδώ πάνω!»