Λίγο πιο κάτω, πέτυχε ένα ξόρκι για να μαθαίνεις τι γνώμη είχαν για σένα οι φίλοι σου. Κι επειδή είχε λαχταρήσει τόσο να , διαβάσει το προηγούμενο ξόρκι και να γίνει «καλλονή εξώκοσμη», αλλά το σχέδιό της ματαιώθηκε, η Λούσυ σκέφτηκε τώρα πως, γι’ αντάλλαγμα, δε θα ’ταν άσκημα να διαβάσει αυτό εδώ. Γρήγορα γρήγορα, για να μην το μετανιώσει, διάβασε φωναχτά τα λόγια (που δεν πρόκειται βέβαια να σας τα επαναλάβω) και περίμενε να δει τι θα γίνει.
Τίποτα δεν έγινε. Μα όπως κοιτούσε αφηρημένα τις ζωγραφιές, ανακάλυψε κάτι παράξενο, το τελευταίο πράγμα που περίμενε στον κόσμο: μια ζωγραφιά που έδειχνε ένα βαγόνι της τρίτης θέσης στο τρένο. Μέσα κάθονταν δυο μαθήτριες, κι η Λούσυ τις γνώρισε αμέσως. Ήταν η Μάρτζορι Πρέστον και η Ανν Φέδερστον. Και πια δεν ήταν καθόλου ζωγραφιστές. Ολοζώντανες έμοιαζαν! Είχε ζωντανέψει και το σκηνικό, και φαίνονταν ως και τα τηλεγραφόξυλα που περνούσαν έξω απ’ το παράθυρο με μεγάλη ταχύτητα. Τα δυο κορίτσια κουβέντιαζαν και γελούσαν –και λίγο λίγο, σαν να πιάνεις καθαρότερα ένα σταθμό στο ραδιόφωνο, άρχισαν να ξεχωρίζουν και τα λόγια τους.
«Θα ’ρθεις στην παρέα μας αυτή τη χρονιά» έλεγε η Ανν, «ή θα κολλήσεις πάλι με τη Λούσυ Πήβενσυ;»
«Δε σε καταλαβαίνω. Τι θα πει θα κολλήσω;» απάντησε η Μάρτζορι.
«Όχι και δεν καταλαβαίνεις» είπε η Ανν. «Πέρσι όλο με τη Λούσυ έκανες παρέας».
«Σιγά!» είπε η Μάρτζορι. «Για τόσο βλάκα με πέρασες; Δεν είναι κακό παιδί, βέβαια, μα τη σκυλοβαρέθηκα πριν τελειώσει η σχολική χρονιά.»
«Αυτή τη χρονιά δε θα προλάβεις να με βαρεθείς!» φώναξε η Λούσυ. «Τέρας! Διπρόσωπη!» Και τότε ο ήχος της φωνής της τη συνέφερε: η πραγματική Μάρτζορι βρισκόταν πολύ μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο, κι η Λούσυ τα ’χε βάλει με μια ζωγραφιά!
«Για σκέψου» είπε μέσα της η Λούσυ, «κι εγώ που την είχα για φίλη! Πέρσι της έκανα όλα της τα χατίρια, της στάθηκα όσο καμιά –και το ξέρει καλά. Και να με βρίζει έτσι, σε ποιαν; Στην Ανν Φέδερστον! Λες να ’ναι τα ίδια όλες μου οι φίλες; Έχει κι άλλες εικόνες εδώ, ένα σωρό. Α, όχι, όχι, δε θέλω να τις δω, δε θέλω, δε θέλω...» και γύρισε με κόπο τη σελίδα. Όμως ένα μεγάλο, θυμωμένο δάκρυ είχε προλάβει να λεκιάσει την προηγούμενη.
Στην καινούρια σελίδα βρήκε ένα ξόρκι «για την ανανέωση του πνεύματος». Εδώ ήταν λιγότερες οι ζωγραφιές, και πιο ωραίες. Κι όταν η Λούσυ άρχισε να διαβάζει, διαπίστωσε πως δεν ήταν ξόρκι, αλλά ιστορία. Έπιανε τρεις σελίδες αυτή η ιστορία, και πριν φτάσει στο τέλος της πρώτης σελίδας, η Λούσυ είχε ξεχαστεί και ζούσε την ιστορία σαν αληθινή, γιατί κι οι ζωγραφιές είχαν γίνει ολοζώντανες, κι όταν έφτασε στο τέλος της τρίτης σελίδας, είπε: «Ποτέ στη ζωή μου δε διάβασα ούτε θα ξαναδιαβάσω τόσο ωραία ιστορία. Και δέκα χρόνια να κρατούσε, πάλι δε θα τη χόρταινα. Στάσου τουλάχιστον να την ξαναδιαβάσω απ’ την αρχή».
Και τότε κατάλαβε πόσο μαγικό ήταν το βιβλίο. Οι σελίδες του δεν μπορούσαν να γυρίσουν προς τα πίσω. Καθώς το ’χε ανοιχτό μπροστά της, μόνο οι δεξιές του σελίδες γύριζαν. Οι αριστερές είχαν κλείσει για πάντα.
«Κρίμα» είπε η Λούσυ, «κι ήθελα τόσο να την ξαναδιαβάσω... Τουλάχιστον να θυμηθώ τι έλεγε... Για να δούμε... Έλεγε... Έλεγε... Περίεργο. Όσο προσπαθώ να θυμηθώ, τόσο σβήνει απ’ το μυαλό μου. Κι η τελευταία σελίδα έγινε άγραφη! Μυστήριο βιβλίο! Μα πώς την ξέχασα έτσι; Έλεγε για ένα κύπελλο κι ένα σπαθί κι ένα δέντρο κι έναν πράσινο λόφο –ως εδώ θυμάμαι. Μα παρακάτω;»
Και δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποτέ. Από τη μέρα εκείνη, όταν η Λούσυ μιλάει για «ωραίες ιστορίες», έχει πάντα στο νου της τη λησμονημένη ιστορία απ’ το Βιβλίο του Μάγου.
Κι έτσι, η Λούσυ γύρισε σελίδα, κι είδε πως η επόμενη δεν είχε καθόλου ζωγραφιές. Άλλο και τούτο! Και πάνω πάνω, έλεγε: Ξόρκι που τα κρυμμένα πράματα τα κάνει ορατά. Το διάβασε μια φορά από μέσα της, για να μη σκοντάψει στις δύσκολες λέξεις, κι έπειτα το είπε και φωναχτά. Κι αμέσως το κατάλαβε πως έπιανε, γιατί όπως το διάβαζε, τα κεφαλαία γράμματα άρχιζαν ν’ αποκτούν χρώματα, και τα περιθώρια της σελίδας γέμιζαν ζωγραφιές. Όπως κρατάς πάνω απ’ τη φλόγα του κεριού ένα χαρτί γραμμένο με συμπαθητική μελάνη, και λίγο λίγο φαίνεται η γραφή, μόνο που εδώ, αντί για το μουντό χρώμα απ’ το χυμό του λεμονιού (που είναι η ευκολότερη συμπαθητική μελάνη), η σελίδα γέμιζε χρυσά και πορφυρά και υπέροχα βαθιά γαλάζια. Ήταν παράξενες οι ζωγραφιές, μ’ ένα σωρό μορφές που της Λούσυ δεν της άρεσαν πολύ. Και τότε σκέφτηκε: «Να δεις που με το ξόρκι δεν έκανα ορατούς μόνο τους υπηρέτες. Μπορεί να ’χει κι άλλα αόρατα πλάσματα κρυμμένα σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό, και δεν έχω καμιά όρεξη να τα δω».