Выбрать главу

Και τότε μίλησε ο Έντμουντ, που όσο προχωρούσε η συζήτηση, έδειχνε όλο και πιο εκνευρισμένος:

«Μια στιγμή! Μπορεί να ’μαι δειλός που δεν έφαγα τίποτα απ’ το τραπέζι –όμως ανάγωγος δεν είμαι... Ξέρετε, σ’ αυτό το ταξίδι περάσαμε πολλές περιπέτειες και... και τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Όταν κοιτάζω το πρόσωπό σας, σας πιστεύω –μα το ίδιο θα γινόταν κι αν ήσαστε μάγισσα. Πώς ξέρουμε πώς είστε φίλη;»

«Δε θα το μάθετε ποτέ» είπε η κοπέλα. «Στο χέρι σας είναι να το πιστέψετε ή να μην το πιστέψετε.»

Και μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, αντήχησε καθαρή και σταθερή η φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ: «Αφέντη» είπε στον Κασπιανό, «αν έχεις την καλοσύνη, βάλε μου κρασί στο κύπελλό μου. Είναι πολύ βαρύ το μπουκάλι, δεν μπορώ να το σηκώσω –και θέλω να πιώ στην υγειά της Κυρίας».

Ο Κασπιανός υπάκουσε, και το Ποντίκι, όρθιο πάνω στο τραπέζι, ύψωσε το χρυσό κύπελλο με τα μπροστινά του ποδαράκια και είπε: «Κυρία, πίνω στην υγειά σας». Κι έπειτα έπεσε με τα μούτρα στον κρύο φασιανό, και σε λίγο όλοι ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Είχαν μια πείνα που δεν περιγράφεται, και τα φαγητά, αν και ακατάλληλα για πρόγευμα, ήταν ένα κι ένα για πολύ καθυστερημένο δείπνο.

«Γιατί το λέτε Τραπέζι του Ασλάν;» ρώτησε η Λούσυ.

«Αυτός πρόσταξε να το στρώσουμε εδώ» είπε η κοπέλα, «για όσους έρχονται από μακριά. Λένε πως το νησί μας είναι το Τέλος του Κόσμου, γιατί ακόμα κι αν συνεχίσεις το ταξίδι, εδώ θα είναι πάντα η Αρχή του Τέλους».

«Και δε χαλάει το φαΐ;» ρώτησε ο Ευστάθιος, που ήταν πρακτικό πνεύμα.

«Κάθε μέρα τρώγεται, και κάθε μέρα στρώνεται καινούριο» είπε η κοπέλα. «Περίμενε και θα δεις.»

«Και τους Κοιμισμένους, τι θα τους κάνουμε;» ρώτησε ο Κασπιανός. «Στον κόσμο όπου ζουν οι φίλοι μου» (κι έδειξε μ’ ένα νεύμα τον Ευστάθιο και τα Πηβενσόπουλα) «υπάρχει μια ιστορία, για το βασιλόπουλο που φτάνει σ’ ένα κάστρο και τους βρίσκει όλους κοιμισμένους από μάγια. Σ’ αυτή την ιστορία, τα μάγια λύνονται μόλις το βασιλόπουλο φιλήσει την Κοιμισμένη Βασιλοπούλα».

«Εδώ δεν είναι έτσι» είπε η κοπέλα. «Εδώ δεν μπορεί κανείς να φιλήσει τη βασιλοπούλα αν δε λύσει πρώτα τα μάγια.»

«Τότε, στ’ όνομα του Ασλάν» είπε ο Κασπιανός, «δείξε μου πώς, και το κάνω αμέσως!»

«Ο πατέρας μου θα σου δείξει» είπε η κοπέλα.

«Ο πατέρας σου!» φώναξαν όλοι μαζί. «Ποιος είναι; Και πού βρίσκεται;»

«Να τον» είπε η κοπέλα, και γυρίζοντας τους έδειξε την πόρτα στην πλαγιά του λόφου. Τώρα την ξεχώριζαν καλύτερα, γιατί όσο μιλούσαν, τ’ αστέρια είχαν θαμπώσει κι ένα άσπρο φως έσκιζε τόπους τόπους το σταχτή ουρανό της ανατολής.

14

Η αρχή τον τέλους τον κόσμον

Η πόρτα άνοιξε αργά αργά, και βγήκε μια σιλουέτα ψηλή και στητή σαν της κοπέλας, μα λίγο πιο γεμάτη. Και μόλο που δεν κρατούσε κερί, έμοιαζε ν’ ακτινοβολεί κάποιο φως. Η σιλουέτα προχώρησε προς το μέρος τους, κι η Λούσυ είδε τότε πως ήταν ένας γέρος. Τ’ ασημένια του γένια κρέμονταν ως κάτω, στα πόδια του, τ’ ασημένια μαλλιά του ακουμπούσαν στις φτέρνες του, κι ο μακρύς του χιτώνας έμοιαζε καμωμένος από προβιές ασημένιων προβάτων. Ήταν τόσο γλυκός και σοβαρός, που οι ταξιδιώτες σηκώθηκαν πάλι όρθιοι και δε μίλησαν.

Ο γέρος πλησίασε αμίλητος και στάθηκε στην άλλη μεριά του τραπεζιού, αντίκρυ στην κόρη του. Κι έπειτα σήκωσαν κι οι δυο τα χέρια τους και γύρισαν προς την ανατολή, κι έτσι, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, άρχισαν να τραγουδούν. Θα ’θελα πολύ να σας μιλήσω γι’ αυτό το τραγούδι, μα κανένας απ’ τους ταξιδιώτες δεν μπόρεσε να το θυμηθεί μετά. Η Λούσυ είπε μόνο πως είχαν ψιλές φωνές, σχεδόν στριγκές, αλλά πολύ ωραίες, κι έλεγαν «ένα ψυχρό τραγούδι, ένα τραγούδι που ταιριάζει στο ξημέρωμα». Κι όσο τραγουδούσαν, τα γκρίζα σύννεφα σηκώνονταν απ’ τον ουρανό της ανατολής και το άσπρο φως απλωνόταν ολοένα, ώσπου ο ουρανός έγινε κατάλευκος κι η θάλασσα άστραψε σαν ασήμι. Κι όλο τραγουδούσαν, ώσπου η ανατολή ρόδισε και βγήκε ο ήλιος απ’ τη θάλασσα, και μια μακριά, πλατιά ακτίνα φώτισε απ’ άκρη σ’ άκρη το Τραπέζι, με τα χρυσάφια και τ’ ασήμια του και το Πέτρινο Μαχαίρι.

Κάνα δυο φορές ως τότε, οι Ναρνιανοί είχαν σκεφτεί πως ο ήλιος που ανάτελλε έμοιαζε μεγαλύτερος σε τούτες τις θάλασσες απ’ ό,τι στην πατρίδα τους. Αυτή τη φορά βεβαιώθηκαν –δε χωρούσε αμφιβολία. Η λάμψη της ηλιαχτίδας που έσκιζε την πρωινή πάχνη κι ακουμπούσε στο τραπέζι, ξεπερνούσε κάθε λάμψη που είχαν δει τα μάτια τους. Όπως είπε αργότερα ο Έντμουντ, «Απ’ όσα θαύματα έγιναν σ’ εκείνο το ταξίδι, ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή». Ήξεραν πως είχαν φτάσει πια στην Αρχή του Τέλους του Κόσμου.

Και τότε, είδαν κάτι να ξεκολλάει απ’ την καρδιά του ήλιου και να τους πλησιάζει πετώντας –αλλά μπορεί και να τους φάνηκε, γιατί ποιος μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο για να βεβαιωθεί; Κι αμέσως ο αέρας πλημμύρισε φωνές –φωνές που έπιαναν το τραγούδι της Κυρίας και του Πατέρα, όμως σε τόνους πιο άγριους, σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε κανείς. Και σε λίγο οι ταξιδιώτες είδαν σε ποιους ανήκαν οι φωνές. Ήταν πουλιά, μεγάλα άσπρα πουλιά, εκατοντάδες, χιλιάδες πουλιά, που έρχονταν και κάθονταν παντού, στα χόρτα, στο πλακόστρωτο, στο τραπέζι, στους ώμους τους, στα χέρια, στα κεφάλια, κι ο τόπος άσπρισε σαν χιονισμένος. Γιατί τα πουλιά δεν είχαν μόνο το χρώμα του χιονιού, μα όπου κάθονταν, άλλαζαν και μπέρδευαν το σχήμα των ανθρώπων και των πραγμάτων. Κι ανάμεσα απ’ τις φτερούγες των πουλιών που τη σκέπαζαν, η Λούσυ είδε ένα πουλί να πλησιάζει πετώντας το Γέρο. Στο ράμφος του κρατούσε κάτι που έμοιαζε με μικρό καρπό, εκτός κι αν ήταν αναμμένο καρβουνάκι –που μπορεί και να ’ταν, γιατί σε τύφλωνε όταν το κοιτούσες. Και το πουλί απόθεσε το καρβουνάκι στο στόμα του Γέρου.