«Να μιλήσω; Και γιατί να μιλήσω, Μεγαλειότατη;» απάντησε μεγαλόφωνα ο Ριπιτσιπιτσίπ για να τον ακούσουν όλοι. «Εγώ τα δικά μου σχέδια τα έχω κάνει. Όσο μπορώ, θα συνεχίσω ανατολικά με τον Ταξιδιώτη της Αυγής. Κι αν το καράβι μ’ εγκαταλείψει, θα προχωρήσω με το βαρκάκι μου και το κουπί. Κι αν το βαρκάκι βουλιάξει, θα συνεχίσω κολυμπώντας και με τα τέσσερα πόδια μου. Κι αν οι δυνάμεις μου μ’ εγκαταλείψουν πριν φτάσω στη χώρα του Ασλάν ή πριν βουτήξω απ’ την άκρη του κόσμου σε κάποιον αιώνιο καταρράχτη, τότε θα βουλιάξω με τη μουσούδα μου στραμμένη προς την ανατολή, και στη Νάρνια αρχηγός των Ποντικών Που Μιλούν θα γίνει ο Πιπιτσίκ.»
«Καλά σας λέει» φώναξε ένας ναύτης. «Κι εγώ τα ίδια ακριβώς θα ’κανα, εκτός απ’ το βαρκάκι –που δε με χωράει.» Και πρόσθεσε πιο σιγανά: «Όχι, θ’ αφήσω να μου κάνει τον έξυπνο ο Ποντικός!»
Και τότε σηκώθηκε ο Κασπιανός. «Φίλοι» είπε, «νομίζω πως δεν έχετε καταλάβει το σκοπό μας. Μιλάτε σαν να σας πλησίασα με το χέρι απλωμένο, ζητιανεύοντας συντρόφους, μα δεν είναι έτσι. Εγώ, μαζί με τα βασιλικά αδέρφια μου, το συγγενή τους, τον άξιο ιππότη Ριπιτσιπιτσίπ και το Λόρδο Δρινιανό, είχαμε μια αποστολή: να φτάσουμε στην άκρη του κόσμου. Κι αν ευαρεστηθούμε, θα επιλέξουμε απ’ όσους δηλώσουν πρόθυμοι, μόνο αυτούς που θα κριθούν άξιοι για μια τόσο υψηλή αποστολή. Εμείς δεν είπαμε ποτέ πως μπορεί να ’ρθει όποιος θέλει. Γι’ αυτό, θα διατάξω τώρα το Λόρδο Δρινιανό και τον Ράινς να λογαριάσουν προσεχτικά ποιοι από σας είναι οι καλύτεροι στη μάχη, οι πιο έμπειροι στη θάλασσα και πιο αφοσιωμένοι στο πρόσωπό μου, ποιοι έχουν το πιο καθαρό αίμα, το πιο έντιμο παρελθόν και τους καλύτερους τρόπους, κι έπειτα, όπως συμφωνήσαμε, θα μου δώσουν τα ονόματά τους». Κοντοστάθηκε λίγο, και συνέχισε πιο γρήγορα: «Μα τη Χαίτη του Ασλάν! Θαρρείτε πως έτσι απλά κι ανέξοδα θα εξασφαλίσετε το προνόμιο να δείτε τα Έσχατα των Έσχατων Πραγμάτων; Όποιος μας ακολουθήσει, θα κερδίσει τον τίτλο του “Ταξιδιώτη της Αυγής”, που θα ’ναι κληρονομικός και για τους απογόνους του, κι όταν γυρίσουμε με το καλό στο Κάιρ Πάραβελ, θα πάρει όσο χρυσάφι ή γη χρειαστεί για να ζήσει πλούσιος την υπόλοιπη ζωή του. Λοιπόν, διαλυθείτε, σκορπιστείτε στο νησί. Σε μισή ώρα θα πάρω τα ονόματα από το Λόρδο Δρινιανό».
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή, κι έπειτα οι ναύτες προσκύνησαν κι άρχισαν να φεύγουν, ένας από δω, άλλος από κει. Οι περισσότεροι μαζεύονταν παρέες παρέες για να τα μιλήσουν.
«Και τώρα, ο Λόρδος Ρουπ» είπε ο Κασπιανός.
Μα καθώς γύριζε προς το τραπέζι, ανακάλυψε πως ο Λόρδος Ρουπ βρισκόταν ήδη εκεί. Είχε έρθει, βουβός και απαρατήρητος, όσο βαστούσε η συζήτηση, και τώρα καθόταν δίπλα στο Λόρδο Αργκόζ. Η κόρη του Ραμάντου τον παράστεκε, λες και τον είχε βοηθήσει να καθίσει, και πίσω του ο Ραμάντου ακουμπούσε τα χέρια του στο ψαρό κεφάλι του Ρουπ. Ακόμα και στο φως του ήλιου, μια αχνή ασημιά λάμψη έβγαινε απ’ τα χέρια του άστρου. Το σκαμμένο πρόσωπο του Ρουπ χαμογέλασε. Άπλωσε τα χέρια στη Λούσυ και στον Κασπιανό σαν να ’θελε να πει κάτι, κι έπειτα το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ, γεμάτο ευδαιμονία, αναστέναξε βαθιά, ανακουφισμένος, και το κεφάλι του έγειρε μπροστά. Είχε αποκοιμηθεί.
«Τον καημενούλη τον Ρουπ» είπε η Λούσυ. «Ευτυχώς! Πρέπει να πέρασε μεγάλα βάσανα...»
«Ας μην τα σκέφτομαι καλύτερα» είπε ο Ευστάθιος.
Στο μεταξύ, τα λόγια του Κασπιανού, ενισχυμένα ίσως κι απ’ τα μάγια του νησιού, έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα. Πολλοί, που ως τώρα δεν έβλεπαν την ώρα να τελειώσει το ταξίδι, ανυπομονούσαν να το συνεχίσουν. Και κάθε φορά που κάποιος έλεγε πως πήρε απόφαση να προχωρήσει, οι υπόλοιποι ένιωθαν πιο λίγοι και πιο ντροπιασμένοι. Κι έτσι, πριν περάσει η μισή ώρα, ένα σωρό ναύτες είχαν βάλει στη μέση το Δρινιανό και το Ράινς, και τους χιλιοπαρακαλούσαν να τους προτείνουν στον Κασπιανό. Και στο τέλος μόνο τρεις έμειναν που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν, και δοκίμασαν να μεταπείθουν τους αποφασισμένους. Και σε λίγο ακόμα, έμεινε μόνο ένας, αλλά κι αυτός φοβόταν να κάτσει στο νησί ολομόναχος, κι άλλαξε γνώμη.
Στο τέλος της διορίας, μαζεύτηκαν πάλι στο Τραπέζι του Ασλάν και παρατάχθηκαν από τη μια πλευρά. Ο Δρινιανός και ο Ράινς κάθισαν δίπλα στον Κασπιανό και του έδωσαν αναφορά, κι ο Κασπιανός τους δέχτηκε όλους –εκτός από κείνον που το μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. Αυτός ο ναύτης, που τον έλεγαν Πίτενκρημ, έμεινε στο Νησί του Άστρου όταν οι άλλοι σαλπάρισαν για το Τέλος του Κόσμου, κι έσκασε απ’ το κακό του που δεν τον πήραν. Κι επειδή δεν ήταν απ’ τους τύπους που θα είχαν να συζητήσουν τίποτα με τον Ραμάντου και την κόρη του (κι ο Ραμάντου με την κόρη του δεν είχαν και πολλά να του πουν), σκυλοβαρέθηκε, κι ύστερα έβρεχε όλη την ώρα, και μόλο που το Τραπέζι στρωνόταν κάθε βράδυ με του πουλιού το γάλα, ο Πίτενκρημ δε φχαριστήθηκε μπουκιά. Μετά, είπε πως έτρεμε το φυλλοκάρδι του όταν καθόταν θεομόναχος (καμιά φορά μες στη βροχή), κι έβλεπε τους τέσσερις Λόρδους να κοιμούνται στην άλλη άκρη του Τραπεζιού. Κι όταν γύρισαν οι σύντροφοί του, ένιωθε τόσο παραπεταμένος, που δεν τους ακολούθησε ως τη Νάρνια. Κατέβηκε στα Νησιά της Μοναξιάς, κι από κει πέρασε στην Καλορμίνα, όπου είχε να λέει καταπληκτικές ιστορίες για τις περιπέτειές του στο Τέλος του Κόσμου, κι απ’ το πες πες, τις πίστεψε κι αυτός. Έτσι, από μιαν άποψη, δεν κακοπέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Μόνο που πια δεν άντεχε να δει ποντίκι –ούτε ζωγραφιστό.