«Καλά, αλλά πώς είναι;» επέμενε η Τζιλ. «Υπάρχουν τόσα παράξενα πλάσματα σ’ αυτή τη χώρα! Θέλω να πω, είναι ζώα, πουλιά, νάνοι ή τι άλλο;»
Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έβγαλε έναν ήχο σαν σφύριγμα μακρόσυρτο. «Φίιιου!» έκανε. «Καλά, εσείς δεν ξέρετε τίποτα; Νόμιζα ότι οι κουκουβάγιες σάς το είχαν πει. Είναι γίγαντες.»
Η Τζιλ έκανε μια γκριμάτσα. Τους γίγαντες δεν ήθελε να τους βλέπει ούτε ζωγραφιστούς κι ο μοναδικός που είχε δει κάποτε ήταν σ’ έναν εφιάλτη της. Μετά είδε το πρόσωπο του Ευστάθιου που είχε γίνει κατακίτρινο και είπε μέσα της: «Πάω στοίχημα ότι αυτός τρέμει πιο πολύ από μένα». Αυτή η σκέψη την έκανε να νιώσει πιο θαρραλέα.
«Ο Βασιλιάς, πριν πολύ καιρό» είπε ο Ευστάθιος –«τότε που ήμουνα μαζί του σ’ εκείνο το θαλασσινό ταξίδι – μου, είχε πει ότι σε κάποια μάχη τούς είχε κατατροπώσει και μάλιστα τους είχε υποχρεώσει να πληρώσουν και φόρο υποτέλειας».
«Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μαζί μας τα ’χουνε καλά, δεν υπάρχει θέμα. Αυτό όμως ισχύει εφόσον τηρούμε τον όρο να μένουμε στην περιοχή μας, από την εδώ πλευρά του Σριμπλ. Στη δικιά τους πλευρά, στο ρεικότοπο – ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά· πάντα υπάρχει ελπίδα. Αν δεν τους πλησιάσουμε, κι αν δεν αθετήσουν το λόγο τους, κι αν δε μας δουν, ε, τότε υπάρχει πιθανότητα να προχωρήσουμε αρκετά μέσα στην περιοχή τους.»
«Για να σας πω!» ξέσπασε ο Ευστάθιος χάνοντας ξαφνικά την ψυχραιμία του, πράγμα που συνήθως παθαίνουν οι άνθρωποι όταν έχουν πανικοβληθεί. «Δεν πιστεύω ούτε τα μισά απ’ όσα μας λέτε. Τα ίδια μας λέγατε και για τα κρεβάτια στη σκηνή, ότι θα ’ναι σκληρά, κι ότι τα ξύλα θα ’ταν μούσκεμα. Αν ήταν να ’χουμε του κόσμου τις αναποδιές, δε μου φαίνεται ότι θα μας έστελνε ο Ασλάν ποτέ του.»
Φυσικά περίμενε ότι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας θα του απαντούσε στον ίδιο θυμωμένο τόνο, εκείνος όμως είπε: «Έτσι μπράβο, παιδί μου! Έτσι σε θέλω! Να βλέπεις την καλή πλευρά. Μόνο που πρέπει όλοι να προσέχουμε τα νεύρα μας, γιατί έχουμε να περάσουμε πολλά από τώρα κι έπειτα. Δεν ωφελεί, ξέρεις, να καβγαδίζουμε. Εν πάση περιπτώσει, μην αρχίσουμε και τόσο νωρίς. Τις ξέρω εγώ αυτές τις εξερευνητικές αποστολές. Συνήθως έτσι τελειώνουν: δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί το έργο της αποστολής κι αρχίζουν τα συντροφικά μαχαιρώματα, δε θέλει ρώτημα. Όσο περισσότερο τα κρατάμε μακριά αυτά…»
«Για να σας πω!» τον έκοψε ο Ευστάθιος. «Αν τα βλέπετε τα πράματα τόσο τραγικά, καλά θα κάνετε να μην έρθετε μαζί μας. Η Πόουλ κι εγώ θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας! Έτσι, Πόουλ;»
«Βούλωσ’ το κι άσε τις βλακείες, Στούμποου» είπε τσατισμένη η Τζιλ, που έτρεμε στη σκέψη ότι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας μπορούσε να πάρει τοις μετρητοίς τα λόγια του Ευστάθιου.
«Μη φοβάσαι, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Θα έρθω και θα παραέρθω! Σιγά που θα χάσω εγώ τέτοια ευκαιρία. Θα το χαρώ μάλιστα πολύ. Όλοι λένε –θέλω να πω οι άλλοι Ψηλολέλεκες λένε – ότι είμαι επιπόλαιος· ότι δεν την παίρνω τη ζωή όσο σοβαρά θα ’πρεπε. Και δε μου το ’χουν πει μια φορά. Μου το κοπανάνε όλη την ώρα. Μου λένε: “Λασπομούρμουρε, η ζωή δεν είναι μόνο χαρές και πανηγύρια και τρία πουλάκια κάθονται. Πρέπει να μάθεις πως η ζωή είναι κι άλλα πράματα εκτός από βατράχια φρικασέ και πίτες από χέλια. Καλά θα κάνεις να σοβαρευτείς λιγάκι. Εμείς για το καλό σου το λέμε, Λασπομούρμουρε.” Αυτά μου λένε. Και μου προκύπτει τώρα μια τέτοια αποστολή – ταξίδι στο Βορρά, ίσα που πιάνει να χειμωνιάζει, έρευνα για έναν Πρίγκιπα που μάλλον δε βρίσκεται εκεί, και πέρασμα μέσα από μια ερειπωμένη πόλη που κανένας δεν είδε ποτέ – ε, ό,τι ονειρευόμουνα! Αν δεν καταλάβουν τώρα με ποιον έχουν να κάνουν, ήθελα να ’ξερα πότε θα το καταλάβουν!» Κι έτριψε τα βατραχίσια του χέρια με μια χαρά λες κι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για κανένα γλέντι. «Έχουμε και λέμε!» πρόσθεσε. «Για να δούμε τι γίνεται με τα χέλια μας!»
Το φαγητό κατέφθασε, ήταν νοστιμότατο, και τα παιδιά φάγανε δυο μερίδες το καθένα. Στην αρχή, ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας δεν πίστεψε ότι τους άρεσε στ’ αλήθεια το φαγητό. Όταν όμως τους είδε να τρώνε και να ξανατρώνε όχι μόνο το πίστεψε, αλλά ξανάπιασε και την ίδια κουβέντα, ότι δηλαδή το φαγητό μπορεί να τους πείραζε πολύ. «Δεν αποκλείεται» είπε, «αυτό που είναι τροφή για τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες να είναι δηλητήριο για τους ανθρώπους.» Μετά το γεύμα, ήπιαν τσάι, σε τσίγκινες κούπες (όπως το ’πιναν παλιά οι εργάτες που δούλευαν στα δημόσια έργα). Ο Λασπομούρμουρος τράβαγε απανωτές ρουφηξιές από ’να τετράγωνο μαύρο μπουκάλι. Πρόσφερε και στα παιδιά, αλλά εκείνα αρνήθηκαν γιατί τους φάνηκε σκέτη αηδία.
Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν κάνοντας τις ετοιμασίες για να ξεκινήσουν πρωί πρωί την επομένη. Ο Λασπομούρμουρος, που ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερος, είπε ότι θα κουβάλαγε τρεις κουβέρτες και μέσα σε κάθε μια έβαλε ένα τεράστιο κομμάτι μπέικον. Η Τζιλ θα κουβάλαγε τα υπόλοιπα χέλια, μερικά μπισκότα, και το τσακμάκι. Ο Ευστάθιος θα κρατούσε την κάπα της Τζιλ και τη δική του όποτε δεν τις χρειάζονταν. Ο Ευστάθιος (που σ’ εκείνο το ταξίδι με τον Κασπιανό στην Ανατολή είχε μάθει τοξοβολία) πήρε του Λασπομούρμουρου το δεύτερο καλύτερό του τόξο, κι ο ίδιος ο Λασπομούρμουρος είχε το καλό του. Βέβαια την είπε πάλι την κουβέντα του: ότι κάτι ο άνεμος, κάτι οι υγρές χορδές, ο κακός φωτισμός, και τα παγωμένα τους δάχτυλα, βία να πετύχαιναν το στόχο μια φορά στις εκατό. Εκείνος κι ο Ευστάθιος είχαν και σπαθιά – ο Ευστάθιος είχε πάρει μαζί του εκείνο που του είχαν αφήσει στο δωμάτιό του στο Κάιρ Πάραβελ, κι όσο για την Τζιλ θα έπρεπε να αρκεστεί στο μαχαίρι της. Θα φούντωνε μεγάλος καβγάς γι’ αυτό το θέμα, αλλά μόλις άρχισαν να τσακώνονται, ο Ψηλολέλεκας έτριψε τα χέρια του κι είπε: «Να το! Καλά το ’λεγα εγώ. Αυτά συμβαίνουν συνήθως στις αποστολές». Έτσι το κλείσανε το στόμα τους κι οι δυο.