Выбрать главу

Πήγαν για ύπνο νωρίς κι οι τρεις τους μέσα στη σκηνή. Αυτή τη φορά όμως τα παιδιά πέρασαν πολύ άσχημη νύχτα. Ο λόγος; Αφού ο Λασπομούρμουρος τους είπε: «Καλά θα κάνετε να τον πάρετε εσείς οι δυο· όχι πως μου περνάει απ’ το μυαλό ότι θα κλείσουμε μάτι απόψε…» στη στιγμή άρχισε να τραβάει ένα τέτοιο δυνατό κι ασταμάτητο ροχαλητό, που όταν με τα πολλά η Τζιλ κατάφερε να κοιμηθεί, όλη τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της κομπρεσέρ και καταρράκτες, κι ότι βρισκόταν σε τρένα εξπρές που τρέχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα σε τούνελ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Οι άγριες ερημιές του Βορρά

Κατά τις εννιά το άλλο πρωί τρεις μοναχικές σιλουέτες φάνηκαν να περνούν το ποτάμι Σριμπλ, πότε πατώντας πάνω σε κοτρόνες πότε σε νησίδες από χώμα. Ήταν ένα ξέβαθο, βουερό μικρό ποτάμι και μέχρι που να φτάσουν στη βορινή όχθη του ακόμα κι η Τζιλ είχε καταφέρει να μείνει στεγνή από το γόνατο και πάνω. Καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, η γη ανηφόριζε μέχρι εκεί που άρχιζε ο ρεικότοπος, κι όπου έφτανε η ματιά σου, έβλεπες απότομα υψώματα, συχνά και βράχους.

«Εγώ λέω ότι από κει πρέπει να ’ναι ο δρόμος μας!» είπε ο Ευστάθιος δείχνοντας αριστερά του κατά τη δύση όπου ένα ρυάκι κύλαγε από ψηλά, από το ρεικότοπο, περνώντας μέσα από ένα στενό φαράγγι. Όμως ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κούνησε το κεφάλι του.

«Οι γίγαντες περνούν τον πιο πολύ καιρό δίπλα σε τούτο το φαράγγι» είπε. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό το φαράγγι είναι κάτι σαν δρόμος γι’ αυτούς. Καλύτερα να τραβήξουμε ίσια μπροστά μας, κι ας είναι πιο απότομος ο δρόμος από δω.»

Βρήκαν ένα πέρασμα απ’ όπου σκαρφάλωσαν και σε καμιά δεκαριά λεπτά στέκονταν λαχανιασμένοι στην κορυφή. Έριξαν ένα βλέμμα γιομάτο νοσταλγία πίσω τους κατά την κοιλάδα της Νάρνια, και μετά γύρισαν τα μάτια κατά το Βορρά. Ο απέραντος, ερημικός ρεικότοπος απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά τους. Στ’ αριστερά τους το έδαφος ήταν όλο βράχια. Η Τζιλ σκέφτηκε ότι εκεί θα πρέπει να ήταν το φρύδι του φαραγγιού όπου ζούσαν οι γίγαντες κι έτσι δεν το ’κανε και πολύ κέφι να κοιτάει κατά κει. Ξεκίνησαν πάλι.

Η γη, μαλακιά, ήταν ό,τι έπρεπε για περπάτημα, το ίδιο μαλακό ήταν και το πρωινό μ’ εκείνο το γλυκό χειμωνιάτικο ήλιο. Όσο μπαίναν όλο και πιο βαθιά στο ρεικότοπο, τόσο μεγάλωνε αυτή η αίσθηση μοναξιάς: να μην ακούς παρά μόνο καλλιμάνες και στη χάση και στη φέξη να βλέπεις κανά γεράκι. Κάπου στα μισά του πρωινού κάθισαν να ξαποστάσουν και να δροσιστούν σ’ ένα μικρό κοίλωμα δίπλα στο ποτάμι. Η Τζιλ έκανε τη σκέψη ότι τελικά μπορεί να ’χε και το γούστο της τούτη η περιπέτεια και το είπε και στους άλλους.

«Για την ώρα δε βλέπω να είχαμε καμιά περιπέτεια» παρατήρησε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας.

Μετά από την πρώτη διακοπή, το βάδισμα δεν είναι πια το ίδιο – όπως το μάθημα μετά από διάλειμμα ή το ταξίδι με σιδηρόδρομο όταν αλλάζεις τρένο. Όταν ξεκίνησαν πάλι, η Τζιλ πρόσεξε ότι εκείνο το ανώμαλο φρύδι του φαραγγιού σαν να ’ταν τώρα πιο κοντά τους. Και τα βράχια σαν να μοιάζαν πιο ψηλά, πιο όρθια απ’ ό,τι πρωτύτερα. Στην πραγματικότητα ήταν σαν πυργίσκοι από βράχο. Και τι αστεία σχήματα που είχαν!

«Κάτι μου λέει» σκέφτηκε η Τζιλ, «πως όλες αυτές οι ιστορίες για γίγαντες βγήκαν από αυτούς τους αστείους βράχους. Εδώ που τα λέμε, έτσι και φτάσεις εδώ με μισοσκόταδο, δε θες και πολύ για να πάρεις εκείνους τους σωρούς τα βράχια για γίγαντες. Εκείνο εκεί, για παράδειγμα! Με το μυαλό σου μπορεί να νομίσεις εκείνο το εξόγκωμα για κεφάλι. Παραείναι μεγάλο βέβαια σε σύγκριση με το σώμα, αλλά για έναν ανασούμπαλο γίγαντα θα ’ταν εντάξει. Κι όλο εκείνο το πράμα που ’ναι σαν θάμνος – αυτά θα πρέπει να ’ναι ρείκια και σίγουρα θα ’χουν φωλιές τα πουλιά εκεί – αυτό ταιριάζει τέλεια για μαλλί και γένι. Και τα μαραφέτια που πετάνε στα πλάγια, ολόιδια αυτιά. Τεράστια βέβαια, αλλά σάμπως τα αυτιά κάποιου γίγαντα όμοια με ελέφαντα δε θα πρέπει να ’ναι! Και – οοοχ…»