Είχαν περάσει καμιά δεκαριά μέρες όταν έφθασαν σ’ ένα μέρος όπου το τοπίο άλλαζε. Βρέθηκαν στο βόρειο άκρο του ρεικότοπου απ’ όπου φαινόταν μια μεγάλη απότομη πλαγιά που κατέληγε σε ένα διαφορετικό, πιο άγριο τοπίο. Στο τέρμα της πλαγιάς φαίνονταν βράχια: πίσω τους, μια περιοχή από ψηλά βουνά, σκοτεινά βάραθρα, πεδιάδες όλο πέτρα, χαράδρες τόσο βαθιές και στενές, που η ματιά σου δεν έφτανε μέχρι το τέρμα τους, και ποτάμια που τα νερά τους αντιλαλούσαν καθώς ξεχύνονταν ορμητικά μέσα από φαράγγια για να χαθούν στα σκοτεινά ερέβη. Δε χρειάζεται να πούμε ότι ο Λασπομούρμουρος ήταν αυτός που έδειξε το χιόνι που σπίθιζε στις μακρινές πλαγιές.
«Αυτό δεν είναι τίποτα. Να δείτε χιόνι που θα βρούμε στη βορινή πλευρά, δε θέλει ρώτημα» πρόσθεσε.
Τους πήρε κάποια ώρα να φτάσουν στη βάση της πλαγιάς και τότε, ψηλά από την κορυφή των βράχων, είδαν ένα ποτάμι που κύλαγε κάτω από τα πόδια τους από δύση σ’ ανατολή. Στα πλάγια υψώνονταν σαν τείχη γκρεμοί που ξεκινούσαν από μακριά και συνέχιζαν σ’ όλο το μήκος του ποταμού μέχρι το σημείο που βρίσκονταν αυτοί. Το ποτάμι, πράσινο κι ανήλιαγο, ήταν γεμάτο ορμητικά ρεύματα και καταρράκτες. Ακόμα κι εκεί που στέκονταν αυτοί, ένιωθαν τη γη να σείεται από τη βουή του νερού.
«Το καλό είναι» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, «ότι, καθώς θα κατεβαίνουμε τα βράχια, μπορεί να σπάσουμε κανά σβέρκο, οπότε γλιτώνουμε το πνίξιμο στα νερά του ποταμού».
«Τι έχετε να πείτε για κείνο κει!» είπε ξαφνικά ο Ευστάθιος δείχνοντας στ’ αριστερά τους. Γύρισαν όλοι το κεφάλι και είδαν το τελευταίο πράμα που θα περίμεναν ποτέ – ένα γεφύρι. Και τι γεφύρι! Μια και μόνη τεράστια αψίδα που ένωνε το φαράγγι από τη μια κορυφή του βράχου στην άλλη. Η κορυφή της αψίδας είχε την ίδια απόσταση από τους βράχους που είχε κι ο τρούλος του Αγίου Στεφάνου από το δρόμο τους.
«Ποπό! Καλέ αυτή θα ’ναι γέφυρα για γίγαντες!» είπε η Τζιλ.
«Ή για κανένα μάγο μάλλον» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας τετρακόσια σ’ αυτό εδώ το μέρος μήπως έχει μάγια. Εμένα, να ξέρετε, μου φαίνεται για παγίδα. Μας βλέπω να ’μαστε κάπου στα μισά του γεφυριού και τότε αυτό να γίνεται καταχνιά και να διαλύεται.»
«Όχου! Για τ’ όνομα του Θεού, σταμάτα να φέρνεις την καταστροφή» είπε ο Ευστάθιος. «Τι στο καλό! Αποκλείεται δηλαδή να ’ναι κανονικό γεφύρι;»
«Εσύ πάλι τι νομίζεις; Είναι δυνατό κανένας γίγαντας απ’ αυτούς που συναντήσαμε να ’χει τόσο νιονιό που να μπορεί να χτίσει ένα τέτοιο γεφύρι;» είπε ο Λασπομούρμουρος.
«Αποκλείεται να ’χει χτιστεί από κάποιους άλλους γίγαντες;» ρώτησε η Τζιλ. «Θέλω να πω από γίγαντες που ζήσανε εκατοντάδες χρόνια πριν και ήταν πολύ πιο έξυπνοι από τους σημερινούς. Μπορεί να το ’χτισαν εκείνοι οι ίδιοι γίγαντες που έχτισαν και την πόλη των γιγάντων που ψάχνουμε. Πράμα που σημαίνει ότι είμαστε στο σωστό δρόμο – η παλιά γέφυρα που οδηγεί στην παλιά πόλη!»
«Κοίτα ο εγκέφαλος! Μπράβο Πόουλ!» είπε ο Ευστάθιος. «Αυτό πρέπει να ’ναι. Ελάτε!»
Πήραν λοιπόν το δρόμο για το γεφύρι. Όταν φτάσανε, είδαν ότι ήταν μια χαρά στέρεο γεφύρι. Η κάθε πέτρα ήταν τεράστια, το μέγεθος που έχουν και οι πέτρες στο Στόουνχεντζ1. Θα πρέπει να τις είχαν τετραγωνίσει κάποιοι καλοί χτίστες κάποτε, αν και τώρα έβλεπες ρωγμές και σημάδια φθοράς. Πάνω στο πέτρινο παραπέτο έβλεπες ακόμα απομεινάρια από πλούσια σκαλίσματα που κάποτε θα το είχαν στολίσει. Αποσαθρωμένα πρόσωπα και φιγούρες γιγάντων, μινώταυροι, καλαμάρια, σαρανταποδαρούσες και φοβερές θεότητες. Ο Λασπομούρμουρος συνέχισε να ’χει τις επιφυλάξεις του, αλλά συμφώνησε να περάσει το γεφύρι μαζί με τα παιδιά.
Τους πήρε χρόνο και πολύ κόπο ώσπου να φτάσουν στην κορυφή της αψίδας. Σε πολλά σημεία έλλειπαν τεράστιες πέτρες, αφήνοντας τρομερά κενά που έχασκαν κατά το ποτάμι που άφριζε χιλιάδες μέτρα από κάτω. Είδαν έναν αετό να πετάει κάτω από τα πόδια τους. Κι όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο τσουχτερό γινόταν το κρύο, κι ο άνεμος είχε δυναμώσει τόσο, που δυσκόλευε το βάδισμά τους. Θα ’λεγες ότι σχεδόν ταρακουνούσε το γεφύρι.
Σαν έφτασαν στην κορυφή απ’ όπου μπορούσαν να δουν την κατηφορική πλευρά του γεφυριού, μπροστά τους είδαν τα ίχνη κάποιου παλιού δρόμου γιγάντων ξεκίναγε από το γεφύρι και χανόταν μέσα στην καρδιά του βουνού. Πολλές πέτρες από το πλακόστρωτο έλειπαν κι ανάμεσα σας υπόλοιπες έβλεπες μεγάλα μπαλώματα χορτάρι. Και ξάφνου πάνω σ’ αυτόν τον αρχαίο δρόμο πρόβαλαν δυο καβαλάρηδες, στο μπόι φυσιολογικού ανθρώπου, να ’ρχονται κατά το μέρος τους.