«Συνεχίστε να περπατάτε κατά τη μεριά τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Όποιον και να συναντήσουμε σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό, είναι δεν είναι φιλικός μαζί μας, εμείς ένα θα ’χουμε στο νου μας: μη μας πάρουν χαμπάρι ότι φοβόμαστε.»
Ώσπου να φτάσουν εκεί που τέλειωνε το γεφύρι κι άρχιζε το γρασίδι, οι δυο ξένοι είχαν πλησιάσει αρκετά. Ο ένας καβαλάρης ήταν ένας σιδερόφρακτος ιππότης με το προσωπείο του κατεβασμένο. Αρματωσιά κι άλογο ήταν μαύρα· δεν υπήρχε έμβλημα στην ασπίδα του ούτε λάβαρο στο ξίφος του. Ο άλλος ήταν μια γυναίκα καβάλα πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, τόσο όμορφο που σου ’ρχόταν να του σκάσεις ένα φιλί στη μύτη και να το τρατάρεις έναν κύβο ζάχαρη. Όμως η ξένη που καβαλίκευε γυναικεία και φορούσε ένα μακρύ, φουρφουρένιο φόρεμα σ’ ένα εκτυφλωτικό πράσινο χρώμα, αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη.
«Καλή σας μέρ-ρ-ρα, ταξιδιώτες» φώναξε με μια φωνή γλυκιά, του γλυκύτερου πουλιού, και μ’ ένα εξαίσια τραγουδιστό ρο. «Κάποιοι από σας θα είστε μικροί προσκυνητές για να θέλετε να διαβείτε τούτη την έρημη χώρα.»
«Έτσι φαίνεται, Κυρία μου» είπε ο Λασπομούρμουρος ξερά και επιφυλακτικά.
«Ψάχνουμε για την ερειπωμένη πόλη των γιγάντων» είπε η Τζιλ.
«Την ερ-ρ-ρειπωμένη πόλη;» είπε εκείνη. «Παράξενο μέρος γυρεύετε. Και τι θα κάνετε αν τη βρείτε;»
«Πρέπει να…» άρχισε η Τζιλ, αλλά ο Λασπομούρμουρος την έκοψε.
«Ζητώ τη συγγνώμη σας, Κυρία μου. Όμως δε σας γνωρίζουμε, ούτε και το φίλο σας – σιωπηλός τύπος, ε; –κι ούτε και σεις μας γνωρίζετε. Αν δε σας πειράζει, δε θα θέλαμε να μιλάμε σε ξένους. Κι όπου να ’ναι βλέπω να ’ρχεται βροχούλα, δε νομίζετε;»
Η Αρχόντισσα γέλασε· ένα γέλιο πλούσιο, το πιο μελωδικό που μπορείτε να φανταστείτε. «Λοιπόν, παιδιά μου» είπε, «βλέπω ότι έχετε μαζί σας ένα σοφό και σοβαρό γερο-οδηγό. Δε βρίσκω τίποτε μεμπτό στις συμβουλές του, θα σας πω όμως κι εγώ την άποψή μου. Άκουσα πολλές φορές γι’ αυτή την Ερειπωμένη Πόλη, όμως ποτέ μου δε συνάντησα κάποιον να ξέρει να μου πει πώς θα πάω εκεί. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην επαρχία και στο κάστρο του Χάρφανγκ όπου ζουν οι ευγενικοί γίγαντες. Όσο ανόητοι, επιθετικοί, άγριοι, και βάρβαροι είναι οι γίγαντες του Έτινσμορ τόσο αυτοί είναι μαλακοί, πολιτισμένοι, συνετοί και ευγενικοί. Στο Χάρφανγκ μπορεί ν’ ακούσετε κάποια πληροφορία για την Ερειπωμένη Πόλη, μπορεί κι όχι. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι θα βρείτε ευχάριστο κατάλυμα και χαρούμενους οικοδεσπότες. Θα ήταν φρόνιμο εκ μέρους σας να ξεχειμωνιάσετε εκεί, ή τουλάχιστον να παραμείνετε για λίγη ανάπαυση και ανανέωση. Θα βρείτε ατμόλουτρα, μαλακά κρεβάτια και λαμπερές εστίες· όσο για τα ψητά και τα φουρνιστά και τα γλυκά και τα ποτά, θα σερβίρονται στο τραπέζι τέσσερις φορές την ημέρα».
«Τι ακούω, μανούλα μου!» φώναξε κατενθουσιασμένος ο Ευστάθιος. «Θα τρελαθώ! Σκεφθείτε να ξανακοιμηθούμε σε κρεβάτι!»
«Ναι! Και να κάνουμε και ζεστό μπανάκι» είπε η Τζιλ. «Νομίζετε ότι θα ήθελαν να μας φιλοξενήσουν; Βλέπετε, εμείς δεν τους γνωρίζουμε.»
«Το μόνο που χρειάζεται να τους πείτε» αποκρίθηκε η Κυρία, «είναι ότι Εκείνη με τον Πράσινο Χιτώνα τους στέλνει τους χαιρετισμούς της και δυο όμορφα παιδιά του Νότου για τη Γιορτή του Φθινοπώρου».
«Αχ, σας ευχαριστούμε πάρα πάρα πολύ» είπαν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος.
«Προσέξτε, όμως!» είπε η Κυρία. «Όποια μέρα κι αν φτάσετε στο Χάρφανγκ, μην πάτε στην είσοδο του κάστρου πολύ αργά. Γιατί οι πύλες κλείνουν λίγες ώρες μετά το μεσημέρι και το ’χουν έθιμο στο κάστρο, από τη στιγμή που έχουν κατεβάσει την αμπάρα, να μην ανοίγουν σε κανένα όσο δυνατά κι αν χτυπάει την πόρτα.»
Τα παιδιά την ξαναευχαρίστησαν με μάτια που έλαμπαν από χαρά και η Αρχόντισσα τους χαιρέτησε ανεμίζοντας το χέρι της. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έβγαλε το σουβλερό καπέλο του κι έκανε μια πολύ ψυχρή υπόκλιση. Μετά ο σιωπηλός ιππότης και η Αρχόντισσα πήραν την ανηφόρα του γεφυριού καβάλα στ’ άλογα με τις οπλές ν’ αντηχούν ολόγυρα.
«Μάλιστα!» έκανε ο Λασπομούρμουρος. «Και τι δε θα ’δινα να μάθω από πού έρχεται η αφεντιά της και πού πάει. Δεν ήταν πάντως ό,τι θα περίμενε να συναντήσει κανείς στην ερημιά της χώρας των Γιγάντων, έτσι; Εμένα δε μου φαίνεται σόι ό,τι και να μου πείτε.»
«Α, δε μας παρατάς πια!» είπε ο Ευστάθιος. «Εμένα μου φάνηκε φανταστική. Άσε εκείνα τ’ αχνιστά πιάτα και τα ζεστά δωμάτια. Παναγίτσα μου, κάνε να μην είναι μακριά αυτό το Χάρφανγκ!»