Выбрать главу

«Αχ, ναι!» είπε κι η Τζιλ. «Καλέ κι εκείνο το φόρεμα της τι απίθανο που ήταν! Και το άλογο!»

«Παρ’ όλ’ αυτά» επέμενε ο Λασπομούρμουρος, «εγώ θα ήθελα να ξέραμε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν».

«Εγώ ήμουνα στο τσακ να τη ρωτήσω» είπε η Τζιλ, «αλλά πού να τολμήσω εφόσον εσύ δεν αποφάσιζες να της πεις τίποτα για μας».

«Ναι» είπε ο Ευστάθιος. «Και γιατί ήσουνα τόσο μονοκόμματος και βαρύς; Γιατί δεν τους είδες με καλό μάτι;»

«Τους;» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Και ποιοι ήταν οι τους. Εγώ είδα μόνο την

«Καλά, εσύ τον Ιππότη δεν τον είδες;» ρώτησε η Τζιλ.

«Εγώ είδα ένα μάτσο σίδερα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Γιατί δεν έβγαζε μιλιά;»

«Φαντάζομαι γιατί ήταν ντροπαλός» είπε η Τζιλ. «Ή μπορεί, γιατί του έφτανε να την κοιτάει και ν’ ακούει την υπέροχη φωνή της. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση του.»

«Πολύ θα ’θελα να ’ξερα» είπε ο Λασπομούρμουρος, «τι θα ’βλεπε κανείς αν σήκωνε το προσωπείο της περικεφαλαίας και κοίταζε μέσα».

«Α, θα μας σκάσεις!» είπε ο Ευστάθιος. «Για φέρε στο μυαλό σου την πανοπλία! Θυμήσου πόσο μεγάλη ήταν! Δηλαδή, τι άλλο μπορούσε να έβλεπε παρά έναν άνθρωπο».

«Και γιατί όχι ένα σκελετό;» ρώτησε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας με μια απαίσια χαρά. «Ή μπορεί» πρόσθεσε σα να το ξανασκέφτηκε, «απολύτως τίποτα. Θέλω να πω τίποτα που να φαίνεται. Κάποιον αόρατο».

«Ξέρεις κάτι, Λασπομούρμουρε» είπε η Τζιλ ανατριχιάζοντας, «το ξέρεις ότι σου ’ρχονται οι πιο μακάβριες ιδέες; Να χαρείς, πώς σου κατεβαίνουν στο κεφάλι όλα αυτά;»

«Μην ασχολείσαι, μωρέ!» είπε ο Ευστάθιος. «Περιμένει συνέχεια το χειρότερο, και πάντα πέφτει έξω. Για να δούμε τώρα τι γίνεται μ’ αυτούς τους Ευγενικούς Γίγαντες και πώς θα φτάσουμε στο Χάρφανγκ μια ώρα αρχύτερα. Πολύ θα ’θελα να ’ξερα πόσο μακριά είναι ακόμα.»

Να λοιπόν που κόντεψαν να ’χουν τον πρώτο τους καβγά όπως το είχε προβλέψει ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας: όχι ότι και πρωτύτερα δεν τσακώνονταν και δεν αρπάζονταν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος, αλλά αυτός ήταν πραγματικά ο πρώτος σοβαρός καβγάς τους. Ο Λασπομούρμουρος δεν είχε καμιά όρεξη να πάνε στο Χάρφανγκ. Είπε ότι δεν ήξερε πώς την εννοούν την ευγένεια οι γίγαντες, όταν είναι «ευγενικοί», κι ότι, εν πάση περιπτώσει, του Ασλάν οι εντολές δεν ανέφεραν τίποτα για παραμονή τους κοντά σε γίγαντες, είτε ήταν ευγενικοί είτε όχι. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά είχαν μπαφιάσει με τις βροχές και τους αέρηδες, με τα πετσιασμένα πετεινά που τα ψήναν πάνω στη φωτιά, και με το σκληρό, ψυχρό χώμα που είχαν για στρώμα. Εκείνα λοιπόν δεν κρατιόνταν να κάνουν επίσκεψη το γρηγορότερο στους Ευγενικούς Γίγαντες. Τελικά, ο Λασπομούρμουρος δέχτηκε να πάνε υπό έναν όρο. Τα παιδιά έπρεπε να του υποσχεθούν ότι με κανένα τρόπο δε θα λέγανε στους Ευγενικούς Γίγαντες ότι έρχονταν από τη Νάρνια ή ότι έψαχναν για τον Πρίγκιπα Ριλιανό, εκτός αν τους έδινε εκείνος την άδεια. Τα παιδιά έδωσαν το λόγο τους, κι έτσι συνέχισαν.

Μετά τη συνάντησή τους με την Αρχόντισσα, τα πράματα χειροτέρεψαν για τους εξής δυο διαφορετικούς λόγους. Πρώτον, η περιοχή γινόταν όλο και πιο προβληματική. Ο δρόμος τούς οδηγούσε μέσα από ατέλειωτες, στενές κοιλάδες, ενώ ο ανελέητος βοριάς μαστίγωνε τα πρόσωπά τους. Δεν έβρισκαν τίποτα για ν’ ανάψουνε φωτιά, ούτε και όμορφες μικρές σπηλιές για να ξαποστάσουν σαν αυτές που είχε στο ρεικότοπο. Όσο για το έδαφος, ήταν πετρώδες και κούραζε τα πόδια τους τη μέρα κι ολόκληρο το σώμα τους τη νύχτα.

Δεύτερον, άσχετα με το ποια ήταν η πρόθεση της Αρχόντισσας, όταν τους μίλησε για το Χάρφανγκ, η ουσιαστική επίδραση πάνω στα παιδιά ήταν δυσμενής. Το μόνο που είχαν πια στο νου τους, ήταν κρεβάτια και λουτρά και ζεστό φαγάκι και τι ωραία θα ήταν να μπουν στο κάστρο. Δεν κάνανε κουβέντα πια για τον Ασλάν, ούτε καν για το χαμένο Πρίγκιπα. Όσο για την Τζιλ είχε εγκαταλείψει το συνήθειο να επαναλαμβάνει μέσα της τα σημάδια κάθε νύχτα και κάθε πρωί. Το μόνο που έλεγε στον εαυτό της, στην αρχή, ήταν πόσο κουρασμένη ένιωθε, αλλά κι αυτό το ξέχασε αργότερα. Και μολονότι θα περίμενε κανείς ότι η σκέψη τής καλοπέρασης στο Χάρφανγκ θα έκανε τα παιδιά πιο χαρούμενα, τα έβλεπες να ’ναι πιο σκυθρωπά κι εριστικά αναμεταξύ τους και με το Λασπομούρμουρο.

Κάποιο απομεσήμερο επιτέλους φτάσανε σ’ ένα μέρος όπου το φαράγγι άρχισε να πλαταίνει. Σκουρόχρωμα έλατα υψώνονταν δεξιά κι αριστερά. Κοίταξαν πέρα μακριά και κατάλαβαν ότι είχαν πια περάσει τα βουνά. Μπροστά τους ξανοιγόταν μια έρημη πεδιάδα όλο πέτρα: πιο πίσω, κι άλλα βουνά σκεπασμένα με χιόνι. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τα μακρινά βουνά, υψωνόταν ένας χαμηλός λόφος με κάπως ανώμαλη, αλλά πλακουτσωτή κορυφή.

«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!» φώναξε η Τζιλ κι έδειξε κατά την άκρη της πεδιάδας. Κι εκεί, μέσα από την πάχνη που έπεφτε και πέρα από τον πατικωμένο λόφο, είδαν όλοι τους φώτα. Φώτα! Όχι του φεγγαριού, ούτε της φωτιάς, αλλά μια σειρά φωτισμένα παράθυρα που σε γέμιζαν θαλπωρή και χαρά. Αν δε σας έχει τύχει να βρίσκεστε στην άγρια ερημιά για μέρες, για βδομάδες, δεν μπορείτε να καταλάβετε τι ένιωσαν.