Выбрать главу

«Χάρφανγκ!» φώναξαν ο Ευστάθιος κι η Τζιλ καταχαρούμενοι. Και «Χάρφανγκ!» ακούστηκε κι η φωνή του Λασπομούρμουρου πεσμένη και βαριά. Κι ύστερα «Βρε, καλώς τες! Αγριόχηνες!» και στη στιγμή τράβηξε το τόξο πίσω από τον ώμο του. Και να σου καταγής μια στρουμπουλή χήνα. Εκείνη τη μέρα, παραήταν αργά για να διανοηθούν να πάνε στο Χάρφανγκ. Απολαύσανε ζεστό φαΐ και φωτιά και ξεκίνησαν τη βραδιά τους ζεσταμένοι πράγμα που είχαν να το νιώσουν πάνω από μια βδομάδα. Όταν έσβησε η φωτιά, έπεσε κρύο τσουχτερό και σαν ξύπνησαν το άλλο πρωί, οι κουβέρτες τους είχαν κοκαλώσει από τον πάγο.

«Δεν πειράζει!» είπε η Τζιλ χτυπώντας τα πόδια της κάτω. «Απόψε έχει ζεστό μπανάκι!»

1

Μεγαλιθικό μνημείο προϊστορικών χρόνων στην Αγγλία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ο λόφος με τα παράξενα χαντάκια

Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι ήταν μια μέρα φοβερή. Πάνω από τα κεφάλια τους ένας ουρανός με τον ήλιο άφαντο, φορτωμένος σύννεφα βαριά που προμηνούσαν χιόνι· κάτω από τα πόδια τους φοβερός πάγος· κι ένας αέρας να φυσάει και να λες πως θα σε γδάρει. Όταν κατέβηκαν στην πεδιάδα διαπίστωσαν ότι αυτό το κομμάτι του παλιού δρόμου ήταν το πιο καταστραμμένο απ’ όσα είχαν δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να προσέχουν που πατούσαν, σ’ ένα δρόμο γεμάτο μεγάλες, σπασμένες πέτρες, κροκάλες και χαλίκια· δύσκολο για πονεμένα πόδια. Κι όμως, όσο κουρασμένοι και να ένιωθαν, τους ήταν αδιανόητο να σταματήσουν με τέτοια παγωνιά.

Κατά τις δέκα, οι πρώτες μικρές νιφάδες ήρθαν αργά αργά και κάθισαν πάνω στα χέρια της Τζιλ. Δέκα λεπτά αργότερα το χιόνι έπεφτε πυκνό. Σε είκοσι λεπτά το ’χε στρώσει για τα καλά. Κι ώσπου να κλείσει το μισάωρο, είχε πιάσει μια γερή χιονοθύελλα που έδειχνε πως το ’χε σκοπό να συνεχιστεί όλη τη μέρα· τους χτύπαγε κατά πρόσωπο έτσι που δεν έβλεπαν μπροστά τους.

Για να καταλάβετε αυτό που ακολούθησε, πρέπει να θυμάστε πάντα πόσο δύσκολο τους ήταν να βλέπουν. Καθώς πλησίαζαν τους χαμηλούς λόφους που τους χώριζαν από το σημείο που ’χαν δει τα φωτισμένα παράθυρα, τους ήταν αδύνατο πια να έχουν μια γενική άποψη του χώρου. Ζήτημα να μπορούσαν να δουν ποια θα ήταν τα επόμενα βήματά τους, κι ακόμα και γι’ αυτό κόντευαν να τους πεταχτούν τα μάτια έξω. Περιττό να πω, ούτε που μιλούσαν καθόλου.

Όταν φτάσανε στους πρόποδες του λόφου, είδαν στις δυο πλευρές του κάτι όγκους που μοιάζαν με βράχους –τετραγωνισμένους βράχους, αν τους κοίταζες πιο προσεχτικά, αλλά ποιος μπορούσε. Αυτό που απασχολούσε και τους τρεις ήταν το αντέρεισμα που είχαν μπροστά τους και τους έφραζε το δρόμο. Ήταν πάνω από μέτρο. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας με τις μακριές του ποδάρες, δεν είχε καμιά δυσκολία· μ’ έναν πήδο βρέθηκε κιόλας επάνω κι ύστερα βοήθησε και τα παιδιά ν’ ανέβουν. Ήταν μια διαδικασία δυσάρεστη γι’ αυτά, γιατί γίνανε μουσκίδι έτσι που σούρνονταν στο χιόνι – ενώ εκείνος τη γλίτωσε – που πάνω στο αντέρεισμα ήταν παχύ. Ύστερα τους περίμενε μια δύσκολη ανηφόρα που έπρεπε να σκαρφαλώσουν – η Τζιλ έφαγε και μια τούμπα – με πολύ ανώμαλο έδαφος για καμιά εκατοστή μέτρα, ώσπου φτάσανε σ’ ένα δεύτερο αντέρεισμα. Συνολικά, υπήρχαν τέσσερα, σε διαφορετικές αποστάσεις το ένα απ’ τ’ άλλο.

Κάναν αγώνα ν’ ανέβουν και στο τέταρτο αντέρεισμα, με τη σιγουριά ότι είχαν πια φτάσει πάνω στο πλάτωμα του λόφου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η πλαγιά του λόφου τους προστάτευε· εδώ πάνω όμως βρέθηκαν ολότελα εκτεθειμένοι στη μανία του ανέμου. Κατά περίεργο τρόπο, η κορυφή του λόφου ήταν εντελώς επίπεδη έτσι όπως το είχαν υπολογίσει από μακριά: ένα απέραντο επίπεδο οροπέδιο που η θύελλα το ταλάνιζε δίχως να βρίσκει αντίσταση. Στο μεγαλύτερο μέρος το χιόνι ούτε που το ’χε στρώσει, πράγμα αδύνατο, γιατί ο άνεμος το άρπαζε από τη γη και σαν να ήταν σύννεφο ή ολόκληρο σεντόνι, αφού το στριφογύριζε, τους το ’ριχνε καταπρόσωπο. Γύρω από τα πόδια τους χόρευαν μικροί στρόβιλοι χιονιού έτσι όπως συμβαίνει καμιά φορά πάνω στον πάγο. Πραγματικά, σε πολλά σημεία, η επιφάνεια ήταν λεία σαν πάγος. Η κατάσταση χειροτέρευε ακόμα πιο πολύ με κάτι παράξενα χαντάκια ή αναχώματα που διασταυρώνονταν και χώριζαν την περιοχή σε τετράγωνα και παραλληλόγραμμα. Φυσικά ήταν αναγκασμένοι να τα σκαρφαλώσουν το ύψος τους ποίκιλλε από μισό μέχρι ενάμισι μέτρο και το πάχος τους θα ’φτανε κάπου τα δυο. Στη βορινή πλευρά κάθε αναχώματος, το χιόνι είχε σουρώσει σε μεγάλες μάζες· μετά από κάθε τέτοια ανάβαση ξαναχώνονταν στο σωρό το χιόνι και γίνονταν μουσκίδι.