Выбрать главу

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η Τζιλ πάλευε να προχωρήσει με την κουκούλα ανεβασμένη, το κεφάλι κατεβασμένο και τα μουδιασμένα της χέρια χωμένα μέσα στην κάπα. Ωστόσο, το μάτι της έπιανε κάποια αλλόκοτα πράγματα πάνω σε τούτο το φοβερό οροπέδιο – πράγματα που μοιάζαν με καμινάδες εργοστασίων, στη δεξιά μεριά, και στην αριστερή, κάτι σαν τεράστιο βράχο, ασυνήθιστα επίπεδο μάλιστα για βράχο. Εκείνη όμως δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά κι ούτε που τα ξαναδούλευε στο νου της. Το μυαλό της ήταν στα ξυλιασμένα της χέρια (και στη μύτη και στο πιγούνι και στ’ αυτιά της) και στα ζεστά λουτρά και τ’ αναπαυτικά κρεβάτια στο Χάρφανγκ.

Ξαφνικά πήρε μια γλίστρα, τσούλησε κανά δυο μέτρα, και τρομοκρατημένη είδε να κάνει τσουλήθρα μέσα σ’ ένα σκοτεινό, στενό χάσμα που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είχε φτάσει στον πάτο. Της φάνηκε πως βρισκόταν μέσα σε κάτι σαν τάφρο ή χαράκωμα, μοναχά ένα μέτρο φάρδος. Και μολονότι είχε φάει τράνταγμα μεγάλο, το πρώτο πράμα που ένιωσε ήταν ανακούφιση που είχε γλιτώσει από τον αέρα· γιατί οι τοίχοι της τάφρου ήταν αρκετά ψηλοί. Το επόμενο πράμα που πρόσεξε ήταν φυσικά τα ανήσυχα πρόσωπα του Στούμποου και του Λασπομούρμουρου που είχαν σκύψει και την κοιτάζαν από πάνω.

«Πόουλ! Χτύπησες;» φώναξε ο Ευστάθιος.

«Και τα όνο πόδια σπασμένα, δε θέλει ρώτημα» φώναξε ο Λασπομούρμουρος.

Η Τζιλ σηκώθηκε και τους εξήγησε πως ήταν μια χαρά, αλλά τώρα έπρεπε να τη βοηθήσουνε να βγει.

«Πώς είναι εκεί κάτω;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Κάπως σαν να βρίσκεσαι σε χαντάκι ή ας πούμε σ’ ένα βουλιαγμένο δρόμο ή κάτι τέτοιο» είπε η Τζιλ. «Πάει αρκετά μακριά.»

«Αν πάει, λέει» είπε εκείνος. «Τραβάει κατά το βοριά! Άραγε να ’ναι δρόμος; Γιατί αν είναι, καλά θα ’ταν να γλιτώναμε από αυτόν το μαρτυρικό αέρα. Από χιόνι τι γίνεται εκεί κάτω; Έχει πολύ;»

«Μπα! Σχεδόν καθόλου! Μου φαίνεται ότι όλος ο χαμός γίνεται εκεί απάνω.»

«Και μετά πού πάει;»

«Για στάσου ένα λεπτό να ρίξω μια ματιά» είπε η Τζιλ. Προχώρησε λίγο παρακάτω· δεν είχε πάει μακριά, και το χαντάκι έστριβε απότομα προς τα δεξιά. Τους το φώναξε.

«Και τι βλέπεις από τη γωνία;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

Σαν τον Ευστάθιο που ένιωθε ίλιγγο άκρη άκρη σε κανά γκρεμό, κάτι ανάλογο ένιωθε και η Τζιλ έτσι και βρισκόταν σε κάτι τέτοια στενουδάκια με στροφές και σε σκοτεινά υπόγεια, ή περίπου υπόγεια, σαν αυτό εδώ. Δεν το ’χε σκοπό να στρίψει τη γωνία μοναχή της· ιδιαίτερα όταν άκουσε το Λασπομούρμουρο να ωρύεται από πάνω.

«Το νου σου, Πόουλ. Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε, αυτός εδώ ο δρόμος μπορεί να βγάζει στη σπηλιά κανενός δράκου. Και σε χώρα γιγάντων, θα υπάρχουν και σκουλήκια γίγαντες, και σκαθάρια γίγαντες.»

«Δε νομίζω ότι φτάνει και σε τίποτα σπουδαίο» είπε η Τζιλ γυρνώντας πίσω άρον άρον.

«Για στάσου να κατεβώ κάτω να δω εγώ!» είπε ο Ευστάθιος. «Τι πάει να πει τίποτα σπουδαίο, δηλαδή, θα ’θελα να ’ξερα!» Κάθισε λοιπόν στην άκρη της τάφρου (ήταν όλοι τους πια τόσο μουσκίδι που λίγο παραπάνω δεν τους σκότιζε) κι ύστερα πήδησε μέσα. Παραμέρισε με μια σπρωξιά την Τζιλ, και μολονότι δεν είπε τίποτα, εκείνη ήταν σίγουρη ότι την είχε πάρει μυρουδιά πόσο τρομοκρατημένη ήταν. Κόλλησε, λοιπόν, από πίσω του φροντίζοντας να μη βρεθεί ξαφνικά μπροστά του.

Τελικά αποδείχτηκε μια απογοητευτική εξερεύνηση. Έστριψαν δεξιά κι ύστερα προχώρησαν ευθεία κάμποσα βήματα. Εκεί βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα να διαλέξουν: ή την ευθεία που συνέχιζε ή το δρόμο που έστριβε απότομα στα δεξιά τους. «Δεν κάνουμε τίποτα» είπε ο Ευστάθιος και κοίταξε τη δεξιά στροφή, «από δω ξαναγυρίζουμε πίσω – νότια». Συνέχισε ευθεία αλλά, σε λίγα μέτρα, ξαναβρήκαν άλλο δρόμο που έστριβε δεξιά. Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, γιατί το χαντάκι εδώ έφτανε σε αδιέξοδο.

«Δε βγαίνει τίποτα» μούγκρισε ο Ευστάθιος. Η Τζιλ δεν έχασε χρόνο. Στη στιγμή έκανε μεταβολή και πρώτη και καλύτερη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ξαναγύρισαν εκεί που είχε πέσει η Τζιλ, κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, με τις μακριές του χερούκλες, τους τράβηξε επάνω δίχως καμιά δυσκολία.

Ξαναβρέθηκαν λοιπόν στη φρίκη την παλιά. Κάτω σ’ εκείνα τα στενουδάκια της τάφρου, τ’ αυτιά τους είχαν αρχίσει να ξεπαγώνουν. Εκεί μπορούσαν να βλέπουν ξεκάθαρα και ν’ αναπνέουν εύκολα κι όταν μιλούσαν δε χρειαζόταν να ξελαρυγγίζονται για ν’ ακουστούν. Ένιωσαν σκέτη μιζέρια που ξαναβρέθηκαν πίσω σε τούτη την ανεμοδαρμένη παγωνιά. Κι απόγινε το πράμα, όταν ο Λασπομούρμουρος βρήκε την ώρα να πει:

«Δε μου λες, Πόουλ, είσαι ακόμα σίγουρη για κείνα τα σημάδια; Ποιο πρέπει να ’χουμε στο νου μας τώρα;»