«Οχ, άντε από δω. Άλλη σκασίλα δεν είχα!» είπε η Πόουλ. «Κάτι για κάποιον που θ’ αναφέρει τ’ όνομα του Ασλάν. Έτσι μου φαίνεται. Σιγά μην κάτσω τώρα να σας πω το ποιηματάκι μου.»
Όπως είδατε, την εντολή τη θυμόταν λαθεμένη. Η αιτία ήταν ότι είχε σταματήσει να επαναλαμβάνει τις εντολές κάθε βράδυ. Αν έμπαινε στον κόπο να τα σκεφτεί λιγάκι, θα τα θυμόταν μια χαρά: όμως το μάθημά της δεν το ’ξερε πια νεράκι για να το λέει μονοκοπανιά με το που τη ρώταγαν, χωρίς να κάθεται να σκέφτεται. Η ερώτηση του Λασπομούρμουρου την τσάτισε γιατί, κατά βάθος, τα ’βαλε με τον εαυτό της που δεν ήξερε τις εντολές του Λιονταριού τόσο καλά όσο θα ’πρεπε. Αυτή η τσατίλα, μαζί με τη μιζέρια που της έφερνε η παγωνιά και η κούραση την έκαναν να πει: «Άλλη σκασίλα δεν είχα!» Όχι ότι το εννοούσε.
«Για στάσου! Αυτό δεν έρχεται μετά;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πολύ θα ’θελα να ’ξερα, το λες σωστά; Σαν να τα ’χεις μπερδέψει, δε θέλει ρώτημα. Ξέρετε κάτι; Μου φαίνεται ότι αυτό το λόφο, αυτό το πλάτωμα που πατάμε αξίζει να σταματήσουμε για να το δούμε καλύτερα. Προσέξατε εκείνο…»
«Όχου! Για τ’ όνομα του Θεού!» είπε ο Ευστάθιος, «είναι ώρα τώρα να σταματήσουμε για να θαυμάσουμε τη θέα; Να χαρείς! Για προχώρα!»
«Κοιτάτε, κοιτάτε!» φώναξε η Τζιλ κι έδειξε με το χέρι της. Γύρισαν όλοι, κι όλοι είδαν. Λίγο πιο βόρεια, κι αρκετά ψηλότερα από το οροπέδιο όπου βρίσκονταν, φαινόταν μια γραμμή από φώτα. Αυτή τη φορά πολύ πιο ξεκάθαρη από την προηγούμενη νύχτα που οι τρεις ταξιδιώτες την είχαν ξαναδεί. Ήταν παράθυρα: μικρότερα παράθυρα που σ’ έκαναν να ονειρεύεσαι υπέροχες κρεβατοκάμαρες, και μεγαλύτερα παράθυρα που σου φέρναν στο νου τεράστιες τραπεζαρίες με τη φωτιά να βρυχιέται στο τζάκι, και ζεστές σούπες ή ζουμερά φιλέτα ν’ αχνίζουν πάνω στο τραπέζι.
«Χάρφανγκ!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Ευστάθιος.
«Θαυμάσια» είπε ο Λασπομούρμουρος, «αυτό όμως που έλεγα εγώ ήταν…»
«Όχου! Βούλωσ’ το επιτέλους» είπε θυμωμένη η Τζιλ. «Μη χάνουμε λεπτό. Δε θυμάσαι τι είχε πει η Αρχόντισσα εκείνη, ότι αμπαρώνουν πολύ νωρίς; Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα, πρέπει, πρέπει. Έτσι και μείνουμε απόξω με τέτοιο καιρό θα πεθάνουμε.»
«Καλά, δε νύχτωσε κιόλας, έχουμε καιρό» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος· όμως τα δυο παιδιά είπαν μ’ ένα στόμα, «Άντε, έλα» κι άρχισαν πότε σκουντουφλώντας και πότε γλιστρώντας πάνω στο λείο οροπέδιο να προχωρούν όσο πιο γρήγορα τους πήγαιναν τα πόδια τους. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας τους ακολουθούσε: συνέχισε κάτι να λέει, όμως τώρα που είχαν να παλεύουν πάλι με τον άνεμο, δε θα τον άκουγαν ακόμα και να το ήθελαν. Αφήνω που δεν ήθελαν. Εκεινών το μυαλό ήταν στα λουτρά και στα κρεβάτια και στα ζεστά ροφήματα· έτρεμαν στη σκέψη ότι μπορεί να φτάναν στο Χάρφανγκ αργά και να έβρισκαν την πύλη κλειστή.
Παρ’ όλη τους τη βιασύνη, τους πήρε πάρα πολύ χρόνο για να διασχίσουν το πλάτωμα του λόφου εκείνου. Κι όταν ακόμα το πέρασαν, μπροστά τους είχαν ακόμα μπόλικα τέτοια αντερείσματα να κατέβουν. Με τα πολλά, κατέβηκαν και το τελευταίο και μπόρεσαν επιτέλους να δουν σαν τι πράμα ήταν αυτό το Χάρφανγκ.
Έστεκε πάνω σε μια αετοφωλιά και μολονότι είχε ένα σωρό πύργους, έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα τεράστιο σπίτι παρά με κάστρο. Ήταν φανερό ότι οι Ευγενικοί Γίγαντες δε φοβόνταν τις επιδρομές. Υπήρχαν παράθυρα στον εξωτερικό τοίχο πολύ κοντά στο έδαφος – απαράδεκτο για ένα καθώς πρέπει φρούριο. Έβλεπες ακόμα και κάτι παράξενες μικρούτσικες πόρτες εδώ κι εκεί, έτσι που να είναι πανεύκολο να μπαινοβγαίνεις στο κάστρο χωρίς να χρειάζεται να περνάς από τον αυλόγυρο. Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος ένιωσαν ν’ ανεβαίνει το ηθικό τους. Το Χάρφανγκ τούς φαινόταν πιο φιλικό και λιγότερο απειλητικό.
Στην αρχή τρόμαξαν όταν είδαν πόσο ψηλός και πόσο απότομος ήταν ο γκρεμός, αμέσως όμως πρόσεξαν ότι υπήρχε ένας ευκολότερος τρόπος για ν’ ανέβουν από ένα δρόμο στ’ αριστερά που ανηφόριζε με κορδέλες κατά το κάστρο. Πανδύσκολο ν’ ανέβεις, μετά μάλιστα από το κοπιαστικό ταξίδι που είχαν κάνει. Η Τζιλ κόντεψε να τα παρατήσει. Χρειάστηκε να τη βοηθήσουνε ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος στα τελευταία εκατό μέτρα. Όμως με τα πολλά φτάσανε μπροστά στην πύλη. Η σιδερένια πόρτα του κάστρου ήταν ανεβασμένη και η πύλη ανοιχτή.
Όση κούραση και να την έχεις, χρειάζονται κότσια για να πας να στηθείς μπροστά στην πόρτα κάποιου γίγαντα. Παρά τις προηγούμενες επιφυλάξεις που είχε ο Λασπομούρμουρος για το Χάρφανγκ, ήταν αυτός που έδειξε το μεγαλύτερο κουράγιο.
«Να βλέπω σταθερό βήμα!» είπε. «Όχι φοβισμένο ύφος ό,τι κι αν γίνει. Κάναμε τη μεγαλύτερη ανοησία στον κόσμο και που ήρθαμε: μια κι είμαστε όμως εδώ, καλά θα κάνουμε να δείχνουμε θαρρετοί.»