Выбрать главу

Και μ’ αυτά τα λόγια προχώρησε κατά την πύλη, στάθηκε ακίνητος κάτω από την αψίδα, όπου η αντήχηση θα βοηθούσε τη φωνή του και φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη.

«Έι! Θυρωρός! Ξένοι ζητούν κατάλυμα!»

Κι όσο περίμενε να εμφανιστεί κάποιος, έβγαλε το καπέλο του και τίναξε το σωρό το χιόνι που είχε μαζευτεί και βάραινε στο φαρδύ μπορ.

«Ξέρεις κάτι;» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στην Τζιλ. «Μπορεί να ’ναι γρουσούζης, αλλά το λέει η περδικούλα του.»

Μια πόρτα άνοιξε που άφησε να βγει η υπέροχη λάμψη από φλόγες φωτιάς κι εμφανίστηκε ο Θυρωρός. Η Τζιλ δάγκωσε τα χείλη της από φόβο μην τυχόν της ξεφύγει κάποια κραυγή. Δεν ήταν ο απόλυτα τεράστιος γίγαντας· δηλαδή, ήταν κάπως ψηλότερος από μια μηλιά, ας πούμε, αλλά όχι και τόσο ψηλός όσο ένα τηλεγραφόξυλο. Είχε αγκαθωτό κόκκινο μαλλί και φορούσε ένα δερμάτινο γιλέκο με μεταλλικές πλακέτες κολλημένες απάνω, έτσι που να μοιάζει σαν καμιά πανοπλία, γυμνά γόνατα (με τρίχα, άλλο πράμα!) και στις γάμπες του είχε κάτι πράματα σαν γκέτες. Έσκυψε και με μάτια γουρλωμένα κοίταξε το Λασπομούρμουρο.

«Ελόγου σου τι σόι πλάσμα λες πως είσαι» είπε.

Η Τζιλ πήρε την κατάσταση στα χέρια της. «Σας παρακαλώ» είπε φωνάζοντας δυνατά για να την ακούσει ο γίγαντας. «Η Κυρία με το Πράσινο Πέπλο στέλνει τους χαιρετισμούς της στο Βασιλιά των Ευγενικών Γιγάντων κι επίσης στέλνει εμάς, τα παιδιά του Νότου, και το Βαλτο-Ψηλολέλεκα από δω, (τ’ όνομά του είναι Λασπομούρμουρος) για τη Γιορτή του Φθινοπώρου – αν βέβαια δεν ενοχλούμε» πρόσθεσε.

«Α-χα!» είπε ο Θυρωρός. «Έτσι πες ντε. Κοπιάστε, ανθρωπάκια μου, κοπιάστε. Καλύτερα να κάτσετε στον ξενώνα, ώσπου να στείλω εγώ μήνυμα στο Μεγαλειότατο.» Για λίγο περιεργάστηκε τα παιδιά. «Μωρ’ τι μπλαβά μούτρα» είπε. «Δεν το ’ξερα πως έχουν τέτοιο χρώμα. Όχι πως εμένα με κόφτει. Όμως βλέπω ότι εσείς το θαρρείτε για όμορφο. Τα σκαθάρια γουστάρουν τα σκαθάρια καταπώς λένε.»

«Το πρόσωπό μας είναι μπλαβό από το κρύο» είπε η Τζιλ. «Δεν είναι αυτό το πραγματικό μας χρώμα.»

«Ε, τότε μπείτε μέσα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας. Κοπιάστε, γαριδούλες μου!» είπε ο Θυρωρός. Τον ακολούθησαν στον ξενώνα. Και μολονότι ήταν μάλλον τρομαχτικό ν’ ακούς εκείνη την τεράστια πόρτα να κλείνει με πάταγο πίσω σου, ωστόσο τον ξέχασαν ολότελα με το που είδαν – αυτό που λαχταρούσε η ψυχή τους από την ώρα που κάτσανε να φάνε την περασμένη νύχτα – φωτιά. Και τι φωτιά! Έμοιαζε λες και κόρωναν τέσσερα πέντε ολάκερα δέντρα, κι έκανε τόση ζέστη που έπρεπε να στέκονται κάποια μέτρα μακριά. Σωριάστηκαν κι οι τρεις τους στο τούβλινο πάτωμα, πλησιάζοντας όσο άντεχαν τη ζέστη, και βαθιαναστενάζοντας με ανακούφιση.

«Ε, συ, μικρέ!» είπε ο Θυρωρός σ’ έναν άλλο γίγαντα που καθόταν στην άκρη του δωματίου, κοιτάζοντας τους επισκέπτες με τέτοια επιμονή που θα ’λεγες ότι τα μάτια του θα βγαίναν έξω. «Για πετάξου να δώσεις ένα μήνυμα στο Παλάτι.» Κι επανέλαβε αυτά που του είχε πει η Τζιλ. Ο νεαρός γίγαντας, αφού έριξε μια τελευταία επίμονη ματιά, χαχάνισε βροντερά και βγήκε από το δωμάτιο.

«Και τώρα, Βατραχάκι» είπε ο Θυρωρός στο Λασπομούρμουρο, «σαν να μου φαίνεται πως θες να ξεδώσεις λιγουλάκι». Έφερε μια μαύρη μποτίλια ακριβώς σαν αυτήν που είχε κι ο Λασπομούρμουρος, μόνο που ήταν καμιά εικοσαριά φορές μεγαλύτερη. «Για να δούμε… Για να δούμε…» είπε ο Θυρωρός. «Έτσι και σου δώσω κούπα, σε βλέπω να πηγαίνεις από πνιγμό. Για να δούμε. Να το! Αυτή η αλατιέρα είναι ό,τι χρειάζεται. Κοίτα μην κάνεις κουβέντα στο Παλάτι, κακομοίρη μου, γιατί χάθηκες. Και δε θα ’ναι από δικό μου φταίξιμο.»

Η αλατιέρα δεν έμοιαζε και πολύ με τις δικές μας. Ήταν πιο στενή και ψηλή, αλλά για κούπα ήταν ό,τι έπρεπε για το Λασπομούρμουρο· ο γίγαντας την ακούμπησε πάνω στο πάτωμα, δίπλα του. Τα παιδιά περίμεναν ότι με την καχυποψία που είχε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας για τους Ευγενικούς Γίγαντες, θα το αρνιόταν. Εκείνος όμως μουρμούρισε: «Τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ύστερα πήρε το ποτό και το μύρισε. «Από άρωμα καλά πάμε» είπε. «Αλλά αυτό δεν αρκεί. Για να σιγουρευτούμε» και ρούφηξε μια γουλιά. «Κι από γεύση πάμε καλά» είπε. «Καλά δηλαδή για μια πρώτη γουλιά. Για να δούμε πώς πάει παρακάτω.» Ρούφηξε κι άλλο. «Μμ!» είπε. «Να ’ναι όμως το ίδιο μέχρι το τέρμα;» και ήπιε κι άλλο. «Να δείτε που κάτι κακό θα ’χει στον πάτο, δε θέλει ρώτημα» είπε κι αποτέλειωσε το ποτό. Έγλειψε τα χείλια του και μετά γύρισε κι είπε στα παιδιά. «Όπως καταλαβαίνετε, αυτό θα ’ναι μια δοκιμή. Έτσι και με δείτε να διπλώνομαι στα δυο, ή να γίνομαι χίλια κομμάτια ή να μεταμορφώνομαι σε σαύρα, ή κάτι τέτοιο, τότε θα ξέρετε ότι δεν πρέπει ν’ αγγίξετε τίποτε απ’ ό,τι σας προσφέρουν.» Όμως ο γίγαντας που βρισκόταν αρκετά μακριά για να ακούσει όλα αυτά που έλεγε ο Λασπομούρμουρος μέσα από τα χείλια του, τραντάχτηκε από ένα βροντερό γέλιο και είπε: «Λοιπόν, Βατραχάκι, είσαι λεβέντης! Κοιτάξτε πώς το κατέβασε!»