«Όχι λεβέντης… Βαλτο-Ψηλολέλεκας» απάντησε ο Λασπομούρμουρος κι η φωνή του ακούστηκε λιγάκι αβέβαιη. «Ούτε και βάτραχος: Βαλτο-Ψηλολέλεκας».
Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε πίσω τους και μπήκε ο νεαρός γίγαντας λέγοντας: «Τώρα δα πάνε στην αίθουσα του θρόνου».
Τα παιδιά σηκώθηκαν, αλλά ο Λασπομούρμουρος έμενε ακόμα καθιστός κι έλεγε: «Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Και μάλιστα ένας αξιοσέβαστος Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Σεβαστο-Ψηλολέλεκας».
«Για δείξ’ τους να πάνε, μικρέ» είπε ο Θυρωρός. «Κι όσο για το Βατραχάκι, σήκωσ’ το στα χέρια. Μια γουλιά παραπάνω κατέβασε κι είναι στουπί.»
«Δεν τρέχει τίποτα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Όχι βατραχάκι! Δεν τρέχει τίποτα. Εγώ είμαι αξιοσεβάλτος».
Όμως ο νεαρός γίγαντας τον άρπαξε από τη μέση κι έκανε νόημα στα παιδιά να τον ακολουθήσουν. Έτσι, μ’ αυτόν τον αναξιοπρεπή τρόπο, διασχίσανε τον αυλόγυρο. Ο Λασπομούρμουρος φυλακισμένος στη χούφτα του γίγαντα, με τα πόδια να κλοτσάνε στον αέρα, έμοιαζε με βατράχι και πολύ μάλιστα. Όμως τα παιδιά δεν είχαν τον καιρό να το προσέξουν, γιατί δεν άργησαν να μπουν στην κυρία είσοδο του κεντρικού κάστρου – η καρδιά τους και των δυο χτυπούσε γρηγορότερα από ποτέ. Αφού πέρασαν από ένα σωρό διαδρόμους κυνηγώντας τα βήματα του γίγαντα, βρέθηκαν στο εκτυφλωτικό φως μιας τεράστιας αίθουσας. Οι λάμπες άστραφταν κι η φωτιά στο τζάκι τριζοβολούσε· τ’ αντιφέγγισμά τους έπαιζε πάνω στα επιχρυσωμένα στολίδια της οροφής και της κορνίζας. Αριστερά και δεξιά στέκονταν τόσοι γίγαντες που ούτε να τους μετρήσουν δεν μπορούσαν· όλοι ντυμένοι με υπέροχους χιτώνες. Στο βάθος, θρονιασμένοι δυο τεράστιοι όγκοι, κατά τα φαινόμενα, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα.
Σταμάτησαν κάπου έξι μέτρα μακριά τους. Ο Ευστάθιος και η Τζιλ έκαναν μια αδέξια προσπάθεια να υποκλιθούν (στην Πειραματική Σχολή η υπόκλιση τους μάρανε), ενώ ο νεαρός γίγαντας απίθωσε το Λασπομούρμουρο με προσοχή κάτω στο πάτωμα. Εκείνος σωριάστηκε σε μια στάση που θα μπορούσαμε να την πούμε καθιστή. Για να πούμε την αλήθεια, μ’ εκείνα τα μακριά χέρια και πόδια που είχε, έμοιαζε καταπληκτικά με τεράστια αράχνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Το παλάτι του Χάρφανγκ
«Άντε, Πόουλ! Πες το ποίημά σου» ψιθύρισε ο Ευστάθιος. Η Τζιλ ένιωθε ξαφνικά το στόμα της τόσο στεγνό που δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Έκανε ένα απεγνωσμένο νόημα στον Ευστάθιο.
Εκείνος από μέσα του είπε πως δε θα της το συχώραγε ποτέ (ούτε και του Λασπομούρμουρου). Έγλειψε τα χείλια του και φώναξε δυνατά κατά τη μεριά του Βασιλιά γίγαντα.
«Με την άδειά σας, Μεγαλειότατε, θα θέλαμε να σας διαβιβάσουμε τους χαιρετισμούς της Κυρίας με το Πράσινο Πέπλο. Είπε πως θα μας θέλατε για τη Γιορτή του Φθινοπώρου που έχετε.»
Ο γίγαντας Βασιλιάς και η Βασίλισσα κοιτάχτηκαν, κούνησαν καταφατικά το κεφάλι και χαμογέλασαν μ’ έναν τρόπο που της Τζιλ δεν της πολυάρεσε. Ο Βασιλιάς της φάνηκε πιο συμπαθητικός από τη Βασίλισσα. Είχε μια όμορφη, σγουρή γενειάδα, ίσια μύτη που έφερνε λιγάκι στο αετίσιο, και, για γίγαντα, θα τον έλεγες κι ομορφούλη. Η Βασίλισσα ήταν μια θεόρατη νταρντάνα, με διπλοσάγονο και χοντρό πρόσωπο, πουδραρισμένο –που και στις καλύτερες των περιπτώσεων δεν κολακεύει ένα πρόσωπο, πόσο μάλλον όταν το πρόσωπο αυτό είναι δεκαπλάσιο του κανονικού. Τότε ο Βασιλιάς έβγαλε έξω τη γλώσσα του κι έγλειψε τα χείλη του. Κάτι που ο καθένας θα μπορούσε να κάνει: όμως η δική του γλώσσα ήταν τόσο πελώρια και κόκκινη και πετάχτηκε έξω τόσο ξαφνικά, που η Τζιλ καταταράχτηκε.
«Μα τι καλά παιδιά είναι αυτά!» είπε η Βασίλισσα. («Τελικά μπορεί αυτή να είναι πιο καλή» σκέφτηκε η Τζιλ.)
«Πραγματικά» είπε ο Βασιλιάς. «Εξαιρετικά παιδιά, θα έλεγα. Σας καλωσορίζουμε στην αυλή μας. Δώστε μου το χέρι σας».
Τέντωσε προς τα κάτω το πελώριο δεξί του χέρι – πεντακάθαρο, με δάχτυλα φορτωμένα έναν απίθανο αριθμό δαχτυλιδιών, και κάτι φοβερά μυτερά νύχια, να. Παραήταν τεράστιος για ν’ ανταλλάξει χαιρετισμό με τα παιδιά που, με τη σειρά τους, σήκωσαν το χέρι τους ψηλά. Ο Βασιλιάς το χούφτωσε ολόκληρο μέχρι το μπράτσο.
«Κι εκείνο εκεί τι είναι;» ρώτησε ο Βασιλιάς δείχνοντας το Λασπομούρμουρο.
«Ξεβαξτομπέμπεκας» είπε ο Λασπομούρμουρος.
«Αχ!» πάτησε μια φωνή η Βασίλισσα μαζεύοντας το ρούχο της κολλητά στα πόδια της. «Τι φρικαλέο πράμα! Είναι ζωντανό!»
«Είναι πολύ εντάξει τύπος, Μεγαλειοτάτη, πραγματικά, θα δείτε!» είπε ο Ευστάθιος με βιασύνη. «Θα τον συμπαθήσετε πάρα πολύ όταν τον γνωρίσετε καλύτερα. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό.»