Выбрать главу

Ελπίζω να μη χάσετε κάθε ιδέα για την Τζιλ από δω και πέρα αν σας πω ότι πάνω εκεί άρχισε να κλαίει. Εδώ που τα λέμε είχε τους λόγους της. Χέρια, πόδια, αυτιά και μύτη μόλις που είχαν αρχίσει να ξεπαγώνουν το λιωμένο χιόνι έσταζε από τα ρούχα της· για ολάκερη μια μέρα δεν είχε φάει μπουκιά, και δεν είχε πιει γουλιά· και τα πόδια της πονούσαν τόσο, που ένιωθε ότι δε θα άντεχε άλλο πια αυτή την ορθοστασία. Όπως και να ’χει, τα δάκρυά της έφεραν καλύτερα αποτελέσματα απ’ οτιδήποτε άλλο, γιατί η Βασίλισσα είπε:

«Α, το καημένο το παιδί! Κύριέ μου, δεν κάνουμε καλά να κρατούμε τους ξένους μας όρθιους. Γρήγορα! Ας έρθει κάποιος! Πάρτε τους από δω. Δώστε τους φαΐ και κρασί. Να ετοιμαστεί το λουτρό τους. Περιποιηθείτε τη μικρή. Δώστε της γλειφιτζούρια, δώστε της κούκλες, δώστε της καλούδια, δώστε της ό,τι περνάει απ’ το νου σας – ζεστά, ζαχαρωτά, κουδουνίστρες και παιχνίδια. Μην κλαις, χρυσό μου, γιατί δε θα ’σαι σε καλή κατάσταση όταν θα ’χουμε τη γιορτή.»

Με το που ειπώθηκαν οι λέξεις «κούκλες» και «παιχνίδια», η Τζιλ έγινε έξω φρενών – όπως θα γινόμασταν όλοι μας. Και μολονότι δεν είχε αντίρρηση για τα γλειφιτζούρια και τα ζαχαρωτά, ωστόσο λαχταρούσε πώς και τι να καταφθάσει κάτι πιο ουσιαστικό. Πάντως, το λογύδριο που έβγαλε η Βασίλισσα είχε θαυμάσια αποτελέσματα. Στη στιγμή, κάποιοι γίγαντες θαλαμηπόλοι άρπαξαν το Λασπομούρμουρο και τον Ευστάθιο, την Τζιλ κάποιες γιγάντισσες κυρίες των τιμών και τους πήγαν αγκαλιά στα δωμάτιά τους.

Το δωμάτιο της Τζιλ ήταν μεγάλο όσο το εσωτερικό μιας εκκλησίας, και θα ήταν μάλλον μελαγχολικό αν δεν είχε μια ζωηρή φωτιά κι ένα παχύ πορφυρό χαλί πάνω στο πάτωμα. Όπου κι άρχισαν να συμβαίνουν κάποια θαυμάσια πράματα. Την παρέδωσαν στη γρια-Παραμάνα της Βασίλισσας που αν την κοίταζες με τη ματιά ενός γίγαντα, θα ’λεγες ότι ήταν μια μικρόσωμη γερόντισσα σχεδόν διπλωμένη στα δυο από τα χρόνια ενώ, αν την έβλεπες με ανθρώπινη ματιά, θα έλεγες ότι ήταν μια γιγάντισσα αρκετά μικροκαμωμένη ώστε να χωράει σ’ ένα κανονικό δωμάτιο χωρίς να κουτουλάει το κεφάλι της στο ταβάνι. Ήταν πολύ προκομμένη, μολονότι η Τζιλ δεν την άντεχε άλλο να πλαταγίζει τη γλώσσα της και να λέει διάφορα όπως «Ω, λα, λα! Όπαλάκια» και «Έλα, παπάκι μου» και «Έλα να σε φτιάξω, κουκλίτσα μου». Πήρε μια λεκάνη που είχαν οι γίγαντες για να πλένουν τα πόδια τους, τη γέμισε ζεστό νερό και βοήθησε την Τζιλ να μπει μέσα. Αν ξέρεις κολύμπι (και η Τζιλ ήξερε) αυτή η λεκάνη ήταν κάτι υπέροχο. Της έφερε και γιγαντοπετσέτες, λιγουλάκι αδρές που γδέρνανε, κι αυτές όμως υπέροχες, γιατί ήταν ολόκληρα στρέμματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ανάγκη καν να σκουπιστείς· το μόνο που κάνεις είναι να κυλιέσαι πάνω τους μπροστά στη φωτιά και να νιώθεις υπέροχα. Όταν τέλειωσε κι αυτό, της φόρεσε της Τζιλ καθαρά, φρεσκοπλυμένα, ζεστά ρούχα: υπέροχα ρούχα, λίγο μεγάλα γι’ αυτήν, αλλά σίγουρα για ανθρώπους κι όχι για γίγαντες. Η Τζιλ σκέφτηκε: «Φαντάζομαι πως αν αυτή η γυναίκα με το πράσινο πέπλο έρχεται εδώ, θα πρέπει να τα έχουν για φιλοξενούμενους στο μπόι μας».

Δεν άργησε να διαπιστώσει πως είχε δίκιο, γιατί της έφεραν ένα τραπέζι και μια καρέκλα στα μέτρα ενός κανονικού μεγάλου ανθρώπου· το ίδιο και τα μαχαιροκουταλοπίρουνα. Τι απόλαυση να κάθεσαι επιτέλους και να νιώθεις ζεστός και καθαρός! Τα πόδια της ήταν ακόμα γυμνά κι ένιωθε υπέροχα να περπατάει πάνω στο γιγαντοχαλί. Βούλιαζε μέχρι πάνω από τον αστράγαλο και για ταλαιπωρημένα πόδια ήταν ό,τι χρειαζόταν. Το γεύμα – δηλαδή το δείπνο να πούμε καλύτερα, αν και η ώρα ήταν κατάλληλη για τσάι μάλλον – ήταν κοκορόσουπα με πράσο, ζεστή γαλοπούλα ψητή, και αχνιστή πουτίγκα και κάστανα ψητά κι από φρούτο όσο άντεχες να φας.

Το μόνο ενοχλητικό πράμα ήταν ότι η Παραμάνα άλλο δεν έκανε παρά να μπαινοβγαίνει και κάθε φορά που έμπαινε έφερνε κι ένα γιγαντοπαίχνιδο – μια τεράστια κούκλα, μεγαλύτερη κι από την ίδια την Τζιλ, ένα ξύλινο άλογο πάνω σε καρούλια, κάπου στο μέγεθος ελέφαντα, ένα ταμπούρλο ίδιο με δεξαμενή γκαζιού κι ένα μαλλιαρό αρνάκι. Ήταν άγαρμπα, κακοφτιαγμένα αντικείμενα, βαμμένα με χτυπητά χρώματα, κι η Τζιλ δεν άντεχε ούτε να τα βλέπει. Το ’πε και το ξανάπε στην Παραμάνα ότι δεν τα ’θελε, αλλά εκείνη της απαντούσε:

«Του-του-του-του. Αμ’ θα τα θες και θα τα παραθές όταν θα ξεκουραστείς. Ξέρω εγώ! Τε-χε-χε. Κρεβατάκι τώρα. Ακριβή μου κουκλίτσα!»

Το κρεβάτι δεν ήταν κανένα γιγαντοκρεβάτι, αλλά απλώς ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό σαν αυτά που μπορεί να έβρισκες σε κανένα παλιομοδίτικο ξενοδοχείο· σ’ αυτό δε το τεράστιο δωμάτιο έδειχνε πάρα πολύ μικρό. Η Τζιλ ένιωσε πανευτυχής όταν κουλουριάστηκε στο κρεβάτι.