«Παραμάνα, ακόμα χιονίζει;» ρώτησε νυσταγμένα.
«Όχι. Τώρα βρέχει, παπάκι μου!» είπε η γιγάντισσα. «Η βροχή θα ξεπλύνει όλο το παλιοχιόνι κι η ακριβή μου κουκλίτσα θα μπορέσει να βγει έξω αύριο να παίξει!» Κι ύστερα κουκούλωσε την Τζιλ και την καληνύχτισε.
Δεν ξέρω τίποτε πιο δυσάρεστο απ’ το να σε φιλήσει μια γιγάντισσα. Το ίδιο σκεφτόταν και η Τζιλ, αλλά σε πέντε λεπτά τον είχε πάρει.
Έβρεχε ασταμάτητα όλο το απόγευμα κι όλη τη νύχτα. Η βροχή χτυπούσε πάνω στα παράθυρα του κάστρου, αλλά η Τζιλ κοιμόταν του καλού καιρού. Πέρασε η ώρα του δείπνου, πέρασαν και τα μεσάνυχτα. Και ήρθε κάποια στιγμή απόλυτης ησυχίας και δε σάλευε τίποτε μέσα στο σπιτικό των γιγάντων παρά μόνο τα ποντίκια. Εκείνη εκεί την ώρα, η Τζιλ είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε πως ξύπνησε μέσα σ’ εκείνο το ίδιο δωμάτιο και είδε τη φωτιά, κόκκινη χόβολη πια, και στο φως της φωτιάς είδε το μεγάλο ξύλινο άλογο. Και το άλογο κινήθηκε από μόνο του, και κυλώντας πάνω στα καρούλια του, ήρθε από την άλλη άκρη του χαλιού και στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι της. Και δεν ήταν πια άλογο, μα λιοντάρι, τόσο μεγάλο όσο κι ένα άλογο. Και δεν ήταν πια ένα λιοντάρι παιχνίδι, αλλά πραγματικό λιοντάρι, Το Πραγματικό Λιοντάρι, ακριβώς όπως το ’χε δει πάνω στο βουνό, πέρα από το τέρμα του κόσμου. Και μια ευωδιά από κάθε τι μοσκοβολιστό πλημμύρισε το δωμάτιο. Υπήρχε όμως κάποια σύγχυση στο μυαλό της Τζιλ, αν και δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι, και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της κι έβρεχαν το μαξιλάρι. Το Λιοντάρι της ζήτησε να επαναλάβει τα σημάδια κι εκείνη αντιλήφθηκε ότι τα είχε ξεχάσει όλα. Αμέσως, την έπιασε τρόμος. Κι ο Ασλάν τη σήκωσε πιάνοντάς τη με τα σαγόνια του (ένιωθε τα χείλη του και την ανάσα του όχι όμως τα δόντια του) και την κουβάλησε στο παράθυρο για να δει έξω. Είχε μια λαμπερή φεγγαράδα· τότε, γραμμένη με μεγάλα γράμματα πάνω στον κόσμο τούτο ή στον ουρανό (δεν ήξερε σε ποιο από τα δύο) είδε τη φράση ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. Ύστερα το όνειρο χάθηκε κι όταν ξύπνησε, πολύ αργά το άλλο πρωί, ούτε που θυμόταν ότι είχε δει κάποιο όνειρο.
Σηκώθηκε και ντύθηκε και πήρε το πρωινό της μπροστά στη φωτιά, όταν η Παραμάνα άνοιξε την πόρτα και είπε:
«Να κι οι φίλοι της όμορφης κουκλίτσας μου που ήρθανε να παίξουνε μαζί της!»
Και μέσα μπήκαν ο Ευστάθιος κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας.
«Γεια χαρά! Καλημέρα!» είπε η Τζιλ. «Δεν έχει πλάκα; Ξέρετε πόσο κοιμήθηκα; Θα ’ναι και δεκαπέντε ώρες! Έτσι μου φαίνεται. Νιώθω θαυμάσια, εσείς;»
«Εγώ προσωπικά ναι» είπε ο Ευστάθιος, «όμως ο Λασπομούρμουρος λέει πως έχει πονοκέφαλο. Για δες! Το παράθυρό σου έχει περβάζι. Αν ανεβούμε θα μπορέσουμε να δούμε έξω!» Κι αυτό έκαναν: και με την πρώτη ματιά, η Τζιλ φώναξε: «Βρε, τι πάθαμε!»
Ο ήλιος έξω έλαμπε και, εκτός από λίγο χιόνι εδώ κι εκεί, η βροχή το είχε ξεπλύνει σχεδόν ολότελα. Χαμηλά, σαν ξεδιπλωμένος χάρτης ήταν το πλάτωμα της κορυφής του λόφου που τόσο τους είχε ταλαιπωρήσει την προηγούμενη μέρα· τώρα που το βλέπανε από το κάστρο δεν τους έμενε η παραμικρή αμφιβολία ότι μπροστά τους είχαν τα ερείπια μιας γιγαντιαίας πόλης. Ήταν ισοπεδωμένη, απ’ ό,τι έβλεπε τώρα η Τζιλ, και, στο μεγαλύτερο μέρος της, φαινόταν ακόμα πλακοστρωμένη αν και τόπους τόπους το οδόστρωμα ήταν καταστραμμένο. Τα υψώματα που διακλαδίζονταν ήταν αυτό που είχε απομείνει από τοίχους τεράστιων κτισμάτων που θα πρέπει να ήταν παλάτια και ναοί των γιγάντων. Ένα κομμάτι τοίχου, κάπου εκατόν πενήντα μέτρα ύψος, έστεκε ακόμα εκεί· ήταν αυτό που της είχε φανεί της Τζιλ σαν βράχος. Αυτά που έμοιαζαν σαν καμινάδες εργοστασίων ήταν πελώριες κολόνες σπασμένες σε διαφορετικό ύψος· τα συντρίμμια κείτονταν στη βάση κάθε κολόνας όμοια με υλοτομημένα δέντρα από τερατώδη όγκο πέτρας. Τα αντερείσματα που είχαν κατέβει στη βορινή πλευρά του λόφου – καθώς κι εκείνα που είχαν ανέβει στη νότια πλευρά του – ήταν υπολείμματα σκαλοπατιών μιας γιγάντιας σκάλας. Και το αποκορύφωμα, με μεγάλα, σκούρα γράμματα στο κέντρο του πλακόστρωτου, υπήρχαν οι λέξεις ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.
Οι τρεις ταξιδιώτες αλληλοκοιτάχτηκαν πανικόβλητοι. Ύστερα, ο Ευστάθιος έβγαλε μια σφυριχτή ανάσα και είπε αυτό που σκέφτονταν όλοι. «Την πατήσαμε με το δεύτερο και το τρίτο σημάδι.» Κι εκείνη τη στιγμή, σαν αστραπή, στο μυαλό της Τζιλ, ξανάρθε το όνειρο που είχε δει.
«Εγώ φταίω» είπε με απελπισμένη φωνή. «Ε-εγώ σταμάτησα να επαναλαμβάνω τα σημάδια κάθε νύχτα. Αν τα σκεφτόμουνα, ακόμα και μ’ όλο αυτό το χιόνι, θα καταλάβαινα ότι ήταν η πόλη.»
Εγώ φταίω ακόμα πιο πολύ» είπε ο Λασπομούρμουρος, «γιατί εγώ το είχα καταλάβει ότι έμοιαζε απόλυτα με ερειπωμένη πόλη».
«Είσαι ο μόνος που δε φταίει» τον παρηγόρησε ο Ευστάθιος. «Εσύ προσπάθησες να μας σταματήσεις.»