«Δεν προσπάθησα, όμως, αρκετά» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Δε μου ’πεφτε, βλέπεις, λόγος να επιμείνω. Όμως έπρεπε να το είχα κάνει. Λες και δεν μπορούσα να σας σταματήσω και τους δυο μ’ ένα μου χέρι τον καθένα!»
«Η αλήθεια είναι» είπε ο Ευστάθιος, «ότι είχαμε τέτοια περιέργεια να φτάσουμε σ’ αυτό το μέρος που δε μας απασχολούσε τίποτε άλλο. Τουλάχιστον εμένα. Από την ώρα που συναντήσαμε εκείνη τη γυναίκα με τον ιππότη που δεν έβγαλε άχνα, άλλο τίποτε δεν είχαμε στο μυαλό μας, βλέπεις. Εδώ κοντέψαμε να ξεχάσουμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό».
«Δε μου το βγάζετε απ’ το μυαλό» είπε ο Λασπομούρμουρος, «ότι αυτός ήταν ο σκοπός της».
«Εγώ αυτό που δεν καταλαβαίνω» είπε η Τζιλ, «είναι πώς και δεν είδαμε τα γράμματα. Ή μπας και μπήκανε εκεί χτες βράδυ. Μήπως εκείνος – ο Ασλάν – τα ’βαλε εκεί τη νύχτα; Είδα ένα τόσο παράξενο όνειρο». Και τους το διηγήθηκε.
«Βρε, χαζή» είπε ο Ευστάθιος, «τα είδαμε και τα παραείδαμε. Δεν το καταλαβαίνεις τώρα; Μπήκαμε μέσα στο γράμμα Ε της λέξης ΜΕΝΑ. Αυτό ήταν ο βουλιαγμένος σου δρόμος. Περπατήσαμε στην κάτω γραμμή του Ε που πήγαινε βόρεια, στρίψαμε δεξιά στην κάθετη, φτάσαμε σε μια άλλη στροφή στα δεξιά, στη μεσαία γραμμή, και μετά συνεχίσαμε μέχρι την ακριανή γωνία ή (αν προτιμάς) τη βόρειο-ανατολική γωνία του γράμματος, κι ύστερα γυρίσαμε πίσω. Ε, λοιπόν είμαστε ντιπ βλάκες!» Έδωσε μια γερή κλοτσιά στο περβάζι και συνέχισε. «Καταπώς βλέπεις, λοιπόν, Πόουλ, δε γίνεται τίποτε. Ξέρω τι σου περνάει απ’ το μυαλό, γιατί μου περνάει και μένα. Σκέφτεσαι τι καλά θα ήταν αν ο Ασλάν είχε βάλει τις οδηγίες πάνω στις πέτρες αφού περάσαμε κι ύστερα. Τότε το λάθος θα ήταν δικό του κι όχι δικό μας. Έπεσα διάνα, έτσι; Ε, λοιπόν, όχι. Ας το παραδεχτούμε να ξεμπερδεύουμε. Είχαμε τέσσερα σημάδια να βρούμε όλα κι όλα και τα κάναμε μαντάρα με τα πρώτα τρία.»
«Θες να πεις ότι εγώ τα έκανα μαντάρα» είπε η Τζιλ. «Δεν έχεις κι άδικο. Τα χάλασα όλα από τη στιγμή που μ’ έφερες εδώ. Πάντως – καλά, λυπάμαι, δε σας λέω τίποτα – όμως τι να είναι αυτές οι οδηγίες; Δηλαδή τι νόημα βγαίνει απ’ αυτό το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;»
«Μωρέ, βγαίνει και παραβγαίνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πάει να πει ότι πρέπει να ψάξουμε για τον Πρίγκιπα κάτω από αυτή την πόλη.»
«Και πώς κάτω, δηλαδή;» ρώτησε η Τζιλ.
«Εδώ σε θέλω» είπε ο Λασπομούρμουρος τρίβοντας τα βατραχίσια του χέρια. «Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; Σίγουρα, αν είχαμε τα μυαλά στο κεφάλι μας, τότε που βρισκόμασταν στην Ερειπωμένη Πόλη, θα βλέπαμε κάποιο σημάδι για το πώς – μα κάποια πορτίτσα, μα κάποια σπηλιά, ή κάποια σήραγγα, ή θα συναντούσαμε κάποιον να μας βοηθήσει. Ακόμα (ποτέ δεν ξέρεις) και τον Ασλάν τον ίδιο. Κάποιο τρόπο θα βρίσκαμε να κατεβούμε κάτω από εκείνες τις πλάκες του δρόμου. Οι οδηγίες του Ασλάν πάντα βγάζουν κάπου· δεν υπάρχει περίπτωση να μη βγάζουν. Τι γίνεται όμως τώρα – αυτό είναι άλλο θέμα.»
«Να σας πω κάτι, εγώ λέω να ξαναγυρίσουμε πίσω» είπε η Τζιλ.
«Πανεύκολο! Έτσι δεν είναι;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πρώτη μας δουλειά να προσπαθήσουμε ν’ ανοίξουμε την πόρτα.» Κι όλοι τους γύρισαν τα μάτια κατά την πόρτα και είδαν ότι κανένας τους δεν μπορούσε να φτάσει το χερούλι· και να γινόταν αυτό, κανένας δε θα μπορούσε να το στρίψει.
«Λέτε να μη μας αφήσουν να βγούμε αν τους το ζητήσουμε;» ρώτησε η Τζιλ. Κανένας δε μίλησε, αλλά όλοι σκέφτηκαν: «Ας πούμε ότι δε μας αφήνουν».
Δεν ήταν και πολύ ευχάριστη σκέψη. Ο Λασπομούρμουρος ήταν εντελώς αντίθετος στην ιδέα να πουν στους γίγαντες τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο βρίσκονταν εκεί, αλλά απλώς να ζητήσουν να βγουν έξω* τα παιδιά πάλι δεν μπορούσαν να το πουν χωρίς την άδειά του γιατί του το είχαν υποσχεθεί. Έτσι, και οι τρεις τους συνειδητοποιούσαν ότι, μέχρι το βράδυ, δε θα είχαν καμιά ευκαιρία να το σκάσουν από το κάστρο. Εφόσον θα ήταν μέσα στα δωμάτιά τους με την πόρτα κλειστή, θα μέναν φυλακισμένοι μέχρι το πρωί. Βέβαια θα μπορούσαν να ζητήσουν να τους αφήσουν τις πόρτες τους ανοιχτές, όμως αυτό θα δημιουργούσε υποψίες.
«Η μόνη λύση» είπε ο Ευστάθιος, «είναι να κοιτάξουμε να το σκάσουμε μέρα. Δε θα υπάρχει κάποια ώρα το μεσημέρι να το ρίχνουν στον ύπνο οι περισσότεροι γίγαντες; Κι έτσι και καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε στα κρυφά κατά την κουζίνα δε θα βρούμε ανοιχτή κάποια πόρτα υπηρεσίας;»
«Δε θα το ’λεγα η Λύση βέβαια» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Είναι όμως μάλλον η μόνη λύση που μπορεί να υπάρχει.» Πραγματικά, το σχέδιο του Ευστάθιου δεν ήταν και τόσο απελπιστικό όσο μπορεί να σας φάνηκε. Αν θέλετε να βγείτε από ένα σπίτι χωρίς να σας δουν, το απομεσήμερο είναι από πολλές απόψεις η καλύτερη ώρα για να δοκιμάσετε· πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το μεσονύχτι. Είναι πιθανότερο να βρεις ανοιχτές πόρτες και παράθυρα· κι αν σε τσακώσουν, μπορείς εύκολα να τους πείσεις ότι δεν το ’χες κατά νου να πας μακριά κι ούτε πως είχες ιδιαίτερους στόχους. (Όμως δε γίνεται να ξεγελάσεις, ούτε γίγαντα ούτε και άνθρωπο, έτσι και σε κάνουν τσακωτό να κρέμεσαι έξω απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς σου στη μία τη νύχτα.)