Выбрать главу

«Όμως πρέπει να μην κινήσουμε καμιά υποψία τους» είπε ο Ευστάθιος. «Πρέπει να δείχνουμε πως είμαστε ξετρελαμένοι που βρισκόμαστε εδώ και πως περιμένουμε πώς και τι αυτή τη Γιορτή του Φθινοπώρου.»

«Τη γιορτή την έχουνε αύριο βράδυ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Άκουσα κάποιον που το ’λεγε.»

«Αυτό είναι!» είπε η Τζιλ. «Πρέπει να κάνουμε ότι τάχαμου μας τρώει η αγωνία για τη γιορτή, και να τους πιπιλάμε το μυαλό μ’ ερωτήσεις. Θα μας πάρουν για ντιπ νήπια, κι εμείς, άλλο που δε θέλουμε.»

«Χαζοχαρούμενοι!» είπε ο Λασπομούρμουρος βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. «Αυτό πρέπει να δείχνουμε. Χαζοχαρούμενοι. Λες και δεν έχουμε καμιά άλλη έγνοια σε τούτο τον κόσμο. Τρελούτσικοι. Εσείς οι δυο δεν τα είχατε και μεγάλα κέφια εδώ που τα λέμε, όλο αυτόν τον καιρό. Θα κοιτάτε εμένα, και θα κάνετε ότι κάνω εγώ. Χαζοχαρούμενος, έτσι!» – κι έσκασε ένα προσποιητό, ανατριχιαστικό γέλιο. «Τρελούτσικος» – κι έδωσε έναν αξιοθρήνητο πήδο. «Αν με παρακολουθείτε συνέχεια, θα μπείτε γρήγορα στο νόημα. Αυτοί μ’ έχουν που μ’ έχουν πάρει κιόλας για φαιδρό τύπο. Όχι ότι κι εσείς οι δυο πάτε πίσω. Χτες βράδυ με πήρατε και σεις για λιγουλάκι στουπί. Όμως σας βεβαιώνω ότι όλα – ή σχεδόν όλα – ήταν φτιαχτά. Κάτι μου έλεγε ότι θα μας φαινόταν χρήσιμο.»

Όταν μετά από καιρό τα παιδιά ξαναφέρναν την κουβέντα στις περιπέτειές τους, ποτέ δεν κατάφερναν να ξεκαθαρίσουν αν αυτή η τελευταία δήλωση ήταν εντελώς αληθινή. Ήταν όμως σίγουροι ότι ο Λασπομούρμουρος το πίστευε όταν το έκανε.

«Εντάξει. Τη λέξη τη βρήκαμε: Χαζοχαρούμενοι» είπε ο Ευστάθιος. «Τώρα όμως να βρούμε και κάποιον να μας ανοίξει την πόρτα. Κι όσο κάνουμε χαρούλες και παλαβομάρες, θα κοιτάμε να βρούμε τα κατατόπια του κάστρου.»

Για καλή τους τύχη, εκείνη τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και η γιγαντο-Παραμάνα μπήκε μέσα φουριόζα λέγοντας: «Και τώρα, κουκλάκια μου, θέλετε να ’ρθετε να δείτε το Βασιλιά και τη Βασίλισσα κι όλους τους αυλικούς που ξεκινάνε για κυνήγι; Τι ομορφιά και τούτη! Άλλο πράμα!»

Στο πι και φι όρμησαν έξω περνώντας δίπλα της και κουτρουβαλώντας κατέβηκαν τις πρώτες σκάλες που βρέθηκαν μπροστά τους. Τους οδηγούσε όλος αυτός ο θόρυβος που ερχόταν από τα κυνηγετικά σκυλιά και τα κέρατα και τις φωνές των γιγάντων, κι έτσι σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στην αυλή. Οι γίγαντες όλοι ήταν πεζοί γιατί, σ’ αυτό το μέρος τους κόσμου, δεν υπάρχουν και γιγαντοάλογα· έτσι λοιπόν οι γιγάντες εδώ πάνε για κυνήγι ποδαράτοι· όπως κάνουν στην Αγγλία όταν κυνηγάνε με τα λαγωνικά. Τα κυνηγόσκυλά τους ήταν φυσικού μεγέθους. Όταν η Τζιλ είδε ότι δεν υπήρχαν άλογα, απογοητεύθηκε φοβερά, γιατί σκέφτηκε «σιγά η νταρντάνα η Βασίλισσα να μην πάρει το κατόπι τα κυνηγόσκυλα περπατώντας»· κι ακόμα σκέφτηκε ότι δε θα πετύχαιναν τίποτε αν την είχαν να τριγυρνάει μέσα στο παλάτι όλη μέρα. Εκείνη τη στιγμή όμως είδε τη Βασίλισσα μέσα σε κάτι που ’μοιαζε με φορητό ανάκλιντρο που το σήκωναν στους ώμους τους έξι νεαροί γίγαντες. Η γρια-ξεκούτα στολισμένη στο καντίνι στα πράσινα και μ’ ένα κέρας κρεμασμένο στο πλάι. Είκοσι με τριάντα γίγαντες, μαζί κι ο Βασιλιάς, συνάχτηκαν, έτοιμοι για το κυνήγι, να μιλάνε όλοι μαζί και να γελάνε που σε ξεκουφαίνανε· και κάτω χαμηλά, πιο κοντά στο μπόι της Τζιλ, κυριαρχούσαν αεικίνητες ουρίτσες, και γαβγίσματα και ανοιχτά, σαλιάρικα στόματα και σκυλίσιες μουσούδες που χώνονταν στις χούφτες σου. Ο Λασπομούρμουρος είχε αρχίσει να παίζει το νούμερό του, αυτό που κατά την άποψή του τον έδειχνε χαζοχαρούμενο και παιχνιδιάρη (που έτσι και το πρόσεχαν μπορούσε και να καταστρέψει τα πάντα) όταν η Τζιλ φόρεσε το πιο τραβηχτικό παιδιάστικο χαμόγελο, έτρεξε κατά το φορείο της Βασίλισσας και της φώναξε με νάζι:

«Ω, σας παρακαλώ! Μη μου πείτε ότι μας φεύγετε! Θα μας ξανάρθετε, βέβαια, έτσι δεν είναι;»

«Μα βέβαια, καλό μου παιδί» είπε η Βασίλισσα. «Θα επιστρέψω απόψε.»

«Ω, τι καλά! Τι θαυμάσια!» είπε η Τζιλ. «Και θα μπορούσαμε να έρθουμε κι εμείς στη γιορτή αύριο, έτσι δεν είναι; Την περιμένουμε πώς και τι την αυριανή νύχτα! Να ξέρατε πόσο μας αρέσει που είμαστε εδώ! Κι όσο θα λείπετε, έχουμε την άδειά σας να τριγυρίσουμε στο κάστρο, να το δούμε; Αχ, κάντε μας τη χάρη, πείτε μας ναι!»

Η Βασίλισσα τους έκανε τη χάρη, είπε «ναι», αλλά τα γέλια των αυλικών σχεδόν έπνιξαν τη φωνή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Μια ανακάλυψη που άξιζε τον κόπο