Αργότερα, ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος παραδέχτηκαν ότι εκείνη τη μέρα η Τζιλ ήταν υπέροχη. Αμέσως, μόλις ο Βασιλιάς και η υπόλοιπη παρέα των κυνηγών ξεκίνησε, εκείνη άρχισε την περιήγηση σ’ ολόκληρο το κάστρο και τη συγκέντρωση πληροφοριών όλα αυτά όμως με τόσο αθώο και παιδιάστικο ύφος, ώστε κανένας δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι είχε κάποιο μυστικό σχέδιο. Μολονότι η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, δε σου ’ρχόταν να πεις κι ότι μιλούσε: τιτίβιζε και χαχάνιζε. Έκανε γλύκες σ’ όλους: ιπποκόμους, πορτιέρηδες, υπηρέτριες, κυρίες επί των τιμών και γίγαντες γερο-λόρδους που γι’ αυτούς οι μέρες του κυνηγιού αποτελούσαν πια παρελθόν. Μέχρι που δέχτηκε και να τη φιλήσουν και να τη χαϊδέψουν μπόλικες γιγάντισσες, μερικές από τις οποίες έδειχναν να τη λυπούνται και τη φωνάζανε «καημενούλα» αν και καμιά τους δεν εξηγούσε το γιατί. Έγινε στενή φίλη του μάγειρα κι έκανε την πλέον ενδιαφέρουσα ανακάλυψη, την ύπαρξη μιας πόρτας στη λάντζα που σ’ έβγαζε έξω από το κάστρο από ένα πέρασμα στο εξωτερικό τείχος του· έτσι, δε χρειαζόταν ούτε να διασχίσεις την αυλή ούτε να περάσεις τη μεγάλη πύλη. Στην κουζίνα η Τζιλ παρίστανε τη λαίμαργη, και κατέβαζε ό,τι αποφάγια είχαν την ευχαρίστηση να της δώσουν ο μάγειρας κι οι λαντζιέρηδες. Όμως, όσο βρισκόταν επάνω, ανάμεσα στις κυρίες, έκανε ερωτήσεις για το πώς θα ντυνόταν για τη μεγάλη γιορτή, και για το πόσο θα της επέτρεπαν να παραμείνει, και για το αν θα μπορούσε να χορέψει με κανένα μικρούλη γίγαντα. Κι ύστερα (το θυμόταν μετά και της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι) έγερνε το κεφάλι στο πλάι μ’ εκείνο τον ηλίθιο τρόπο που οι μεγάλοι, γίγαντες ή όχι, βρίσκουν ιδιαίτερα αξιαγάπητο, τίναζε τις μπούκλες και κουνώντας το κεφάλι πέρα δώθε έλεγε: «Αχ, πόσο θα ’θελα να ήταν αύριο! Εσείς; Λέτε να περάσει γρήγορα η ώρα μέχρι τότε;» Και όλες οι γιγάντισσες έλεγαν τι γλυκό πλάσμα ήταν αυτό το παιδί· μερικές μάλιστα σκούπιζαν τα μάτια τους με κάτι τεράστια μαντίλια λες κι ήταν έτοιμες να κλάψουν.
«Τι αξιαγάπητα που είναι σ’ αυτή την ηλικία» είπε κάποια γιγάντισσα σε μια άλλη. «Τι κρίμα που…»
Ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος έκαναν κι αυτοί ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους, αλλά σε κάτι τέτοια, τα κορίτσια τα καταφέρνουν καλύτερα από τ’ αγόρια. Και τ’ αγόρια πάλι τα καταφέρνουν καλύτερα από τους Βαλτοψηλολέλεκες.
Την ώρα του μεσημεριανού όμως συνέβη κάτι που έκανε και τους τρεις να θέλουν να εξαφανιστούν μια ώρα αρχύτερα από το κάστρο των Ευγενικών Γιγάντων. Έτρωγαν το μεσημεριανό τους στη μεγάλη τραπεζαρία σ’ ένα μικρό τραπέζι γι’ αυτούς ειδικά, κοντά στο τζάκι. Σ’ ένα μεγαλύτερο τραπέζι, καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά, γευμάτιζε μια ντουζίνα γίγαντες. Γινόταν τέτοιο νταβαντούρι με τις φωνές και τις κουβέντες τους, ώστε σε λίγη ώρα τα παιδιά έπαψαν πια να προσέχουν, έτσι όπως κι εσείς δε θα προσέχατε πια τις κόρνες έξω απ’ το παράθυρο ή τη φασαρία που έρχεται από τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο. Έτρωγαν κρύο ζαρκάδι, κάτι που η Τζιλ δεν είχε ξαναδοκιμάσει ποτέ μέχρι τότε και της άρεσε πολύ.
Ξαφνικά ο Λασπομούρμουρος γύρισε κατά τα παιδιά και το πρόσωπό του ήταν τόσο χλομό που η χλομάδα φαινόταν ακόμα και κάτω από το φυσικό χωμάτινο δέρμα του. Είπε:
«Μη βάλετε άλλη μπουκιά στο στόμα σας!»
«Τι τρέχει;» ρώτησαν οι άλλοι δυο ψιθυριστά.
«Δεν ακούσατε τι λέγανε εκείνοι εκεί οι γίγαντες; “Τι τρυφερό μπουτάκι αυτό το ζαρκάδι!” είπε ένας. “Ωστε εκείνο τ’ άτιμο το σερνικό ήταν ψευταράς μεγάλος!” είπε άλλος. “Γιατί;” ρώτησε ο πρώτος. “Ά” έκανε ο άλλος. “Λένε ότι όταν το πιάσανε εκείνο είπε:” “Μη με σκοτώσετε! Είμαι σκληρός. Δε θα σας αρέσω”.»
Για κάποιο λεπτό, η Τζιλ δεν το έπιασε ολόκληρο το νόημα. Το ’πιασε όμως μια χαρά όταν είδε τον Ευστάθιο να γουρλώνει τα μάτια με φρίκη και να λέει:
«Δηλαδή τρώμε Ζαρκάδι που Μιλάει;»
Αυτή η ανακάλυψη δεν έκανε την ίδια εντύπωση σ’ όλους. Η Τζιλ που ήταν άβγαλτη στον κόσμο αυτό, αισθάνθηκε λύπη για το κακόμοιρο ζαρκάδι και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ απαίσιοι οι γίγαντες που το είχαν σκοτώσει. Ο Ευστάθιος όμως που είχε ξανάρθει στον κόσμο αυτό και είχε τουλάχιστο ένα φίλο που ήταν Ζώο που Μιλούσε, εκείνος ένιωσε τρομοκρατημένος· όπως θα νιώθατε αν ακούγατε για κάποιο φόνο. Όμως ο Λασπομούρμουρος, που ήταν γέννημα θρέμμα της Νάρνια, ένιωσε να του γυρνάει το στομάχι και κόντεψε να λιποθυμήσει· όπως θα νιώθατε κι εσείς αν σας έλεγαν ότι είχατε φάει ανθρώπινο κρέας.
«Έχει πέσει πάνω μας η οργή του Ασλάν» είπε. «Αυτό συμβαίνει όταν δεν προσέχει κανείς τα σημάδια. Έχει πέσει απάνω μας κατάρα. Δε μου κάνει εντύπωση. Ας είχαμε το ελεύθερο, κι άλλο δε θα μας έμενε παρά να πάρουμε αυτά τα μαχαίρια και να τα μπήξουμε στην καρδιά μας.»