Выбрать главу

Σιγά σιγά ακόμα κι η Τζιλ άρχισε να βλέπει τα πράγματα με τη δική του ματιά. Έτσι κι αλλιώς, τους κόπηκε ολωνών η όρεξη. Και μόλις έκριναν ότι δε διατρέχανε κανένα κίνδυνο, βγήκαν στα κλεφτά έξω από την τραπεζαρία.

Πλησίαζε τώρα εκείνη η ώρα για τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να το σκάσουν και τους είχε πιάσει όλους νευρική κατάσταση. Τριγύριζαν στους διαδρόμους περιμένοντας να καταλαγιάσουν οι θόρυβοι. Στην τραπεζαρία, οι γίγαντες, ενώ είχαν αποσώσει το φαγητό τους, συνέχιζαν να κάθονται για ώρες ατέλειωτες. Ο φαλακρός διηγόταν μια ιστορία. Μόλις τέλειωσε κι αυτό, οι τρεις σύντροφοι χαζολογώντας εδώ κι εκεί, φτάσαν στην κουζίνα. Όμως κάμποσοι γίγαντες βρίσκονταν ακόμη εκεί, ιδίως στη λάντζα όπου έπλεναν τα πιάτα και τα τακτοποιούσαν. Τους είχε πιάσει αγωνία μέχρι να τελειώσουν οι γίγαντες τις δουλειές τους, οπότε ένας ένας σκουπίζαν τα χέρια τους και φεύγαν. Στο τέλος, έμεινε στο δωμάτιο μοναχά μια γιγάντισσα. Άρχισε τα σούρτα φέρτα ώσπου τελικά οι τρεις σύντροφοι το πήραν απόφαση με βαριά καρδιά ότι αυτή δεν το ’χε σκοπό να φύγει από κει με τίποτα.

«Α, ψυχούλες μου» γύρισε και τους είπε. «Θαρρώ πως ξεμπερδέψαμε μ’ αυτή τη δουλειά. Για να βάλουμε την κατσαρόλα στη φωτιά. Θα ’χουμε έτοιμο ωραίο τσαγάκι όπου να ’ναι. Τώρα θα ξεκουραστεί λίγο το κοκαλάκι μου. Για κοιτάτε σαν καλά παιδιά στη λάντζα και πείτε μου η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή;»

«Ναι, ανοιχτή είναι» είπε ο Ευστάθιος.

«Έτσι μπράβο. Την αφήνω πάντα ανοιχτή για να μπαινοβγαίνει ο Γατούλης. Ο καημενούλης μου!»

Ύστερα στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα κι ακούμπησε τα πόδια της ψηλά, πάνω σε μια άλλη.

«Αχ και να μπορούσα να πάρω κανέναν υπνάκο!» είπε η γιγάντισσα. «Φτάνει να μη γυρίσουν μάνι μάνι ελόγου τους απ’ το βρομοκυνήγι.»

Με το που είπε τη λέξη «υπνάκο», το ηθικό τους ανέβηκε, για να ξαναπέσει αμέσως μόλις ανέφερε την επιστροφή των κυνηγών.

«Συνήθως πότε γυρνάνε πίσω;» ρώτησε η Τζιλ.

«Σάμπως μπορείς να ξέρεις, ψυχούλα μου;» είπε η γιγάντισσα. «Άντε τώρα, άντε κάντε λίγη ησυχία, καλά μου παιδιά.»

Τραβήχτηκαν στην άλλη άκρη της κουζίνας, κι ότι κάναν να ξεγλιστρήσουν μέσα στη λάντζα, η γιγάντισσα άνοιξε τα μάτια της κι έδιωξε μια μύγα. «Μην κάνουμε τίποτα αν δεν κοιμηθεί για τα καλά» ψιθύρισε ο Ευστάθιος. «Αλλιώς θα τα κάνουμε όλα μούσκεμα.» Μαζεύτηκαν λοιπόν στην άκρη της κουζίνας σε αναμονή και επιφυλακή. Τους έφερνε πανικό η σκέψη ότι από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν πίσω οι κυνηγοί. Κι η γιγάντισσα όλο να στριφογυρίζει. Εκεί που νόμιζαν ότι είχε κοιμηθεί του καλού καιρού, να σου και κουνιόταν.

«Δεν το αντέχω άλλο» είπε μέσα της η Τζιλ. Για να ξεδώσει λίγο άρχισε να ρίχνει ματιές τριγύρω. Ακριβώς μπροστά της υπήρχε ένα καθαρό μεγάλο τραπέζι με δυο καθαρές φόρμες για πίτα κι ανοιγμένο ένα βιβλίο. Φυσικά όταν μιλάμε για φόρμες, εννοούμε γιγαντοφόρμες για πίτες. Η Τζιλ σκέφτηκε ότι δε θα ’ταν άσχημα να βολευτεί σε μια απ’ αυτές. Πάτησε λοιπόν πάνω σ’ έναν πάγκο δίπλα στο τραπέζι και κοίταξε μέσα στο βιβλίο. Διάβασε:

ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ: Μπορείτε να μαγειρέψετε αυτό το γευστικότατο πουλί με ποικιλία τρόπων.

«Βιβλίο Μαγειρικής!» σκέφτηκε η Τζιλ αδιάφορα κι έριξε μια ματιά πίσω της. Η γιγάντισσα είχε τα μάτια της κλειστά, αλλά δε φαινόταν να τον έχει πάρει για τα καλά. Έτσι η Τζιλ συνέχισε το διάβασμα. Οι συνταγές ήταν αλφαβητικά γραμμένες: στην επόμενη καταχώρηση της φάνηκε ότι η καρδιά της θα σταματούσε να χτυπάει. Έλεγε:

ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Αυτό το εκλεπτισμένο μικρό δίποδο ανέκαθεν εθεωρείτο εξαιρετική λιχουδιά. Αποτελεί παραδοσιακό μέρος της Εορτής του Φθινοπώρου, και σερβίρεται ανάμεσα στο ψάρι και στο κρέας. Κάθε Άνθρωπος…

Όμως δεν άντεχε να διαβάσει άλλο. Γύρισε πίσω. Η γιγάντισσα είχε ξυπνήσει και πνιγόταν στο βήχα. Η Τζιλ σκούντηξε τους άλλους δυο και τους έδειξε το βιβλίο. Ανέβηκαν κι εκείνοι στον πάγκο κι έσκυψαν πάνω από τις τεράστιες σελίδες. Ο Ευστάθιος διάβαζε ακόμα για το πώς μαγειρεύεις τους Ανθρώπους, όταν ο Λασπομούρμουρος έδειξε την επόμενη καταχώρηση στο γράμμα Β. Είχε ως εξής:

ΒΑΛΤΟ-ΨΗΛΟΛΕΛΕΚΑΣ: Μερικές αυθεντίες της μαγειρικής απορρίπτουν εντελώς αυτό το ζώο σαν ακατάλληλο προς βρώσιν για τους γίγαντες, εξαιτίας της σχοινώδους συστάσεως και της λασπερής μυρωδιάς. Εντούτοις, η μυρωδιά μπορεί να εξουδετερωθεί εάν…

Η Τζιλ άγγιξε απαλά το πόδι του Λασπομούρμουρου και του Ευστάθιου. Γύρισαν κι οι τρεις και κοίταξαν τη γιγάντισσα. Το στόμα της έχασκε μισάνοιχτο κι από τα ρουθούνια της ο ήχος που έβγαινε εκείνη τη στιγμή ήταν πιο καλοδεχούμενος από την οποιαδήποτε μελωδία· ροχάλιζε. Όλα κρίνονταν από το να βγουν περπατώντας στα νύχια των ποδιών τους, ούτε λόγος να τρέξουν βιαστικά, και σχεδόν κρατώντας την ανάσα τους, πέρασαν στη λάντζα δίπλα από τους νεροχύτες (οι γιγαντονεροχύτες από μυρωδιά, άλλο πράμα), κι επιτέλους έξω στη χλομή λιακάδα του χειμωνιάτικου μεσημεριού.