Выбрать главу

Βρέθηκαν στην αρχή ενός μικρού, ανώμαλου μονοπατιού που κατηφόριζε απότομα. Και, Δόξα τω Θεώ, στα δεξιά του κάστρου· μπροστά τους φάνηκε η Ερειπωμένη Πόλη. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκαν πίσω στο φαρδύ, απότομο δρόμο που ξεκινούσε από την κεντρική πύλη του κάστρου. Τώρα μπορούσαν άνετα να τους δουν από κάθε παράθυρο που ήταν σ’ αυτή την πλευρά. Και να ’ταν ένα ή δύο ή πέντε παράθυρα, ε, τότε λογικά υπήρχε πιθανότητα να μην κοιτάξει έξω κανείς. Όμως τα παράθυρα ήταν όχι πέντε, αλλά κοντά πενήντα. Και κάτι ακόμα που πρόσεξαν τώρα, ήταν ότι ο δρόμος που είχαν πάρει, και βέβαια κι όλη η περιοχή από κει που βρίσκονταν μέχρι την Έρημη Πόλη, δεν πρόσφερε κάλυψη ούτε για αλεπού· παντού αγριόχορτο και χαλίκια και πλατιές πέτρες. Τα πράγματα χειροτέρευαν με τα ρούχα που φορούσαν γιατί ήταν ακόμα αυτά που τους είχαν δώσει οι γίγαντες το προηγούμενο βράδυ: εξαίρεση ο Λασπομούρμουρος που δεν του έκανε τίποτα. Η Τζιλ φορούσε ένα χτυπητό πράσινο ρούχο που της παράπεφτε μακρύ, κι από πάνω μια κατακόκκινη κάπα με άσπρο γούνινο τέλειωμα. Ο Ευστάθιος πάλι φόραγε κατακόκκινες κάλτσες, μπλε χιτώνιο και μανδύα· συμπλήρωμα χρυσοποίκιλτο σπαθί και σκούφο με φτερό.

«Μωρέ χρώματα που τα ’χετε εσείς οι δυο!» μουρμούρισε ο Λασπομούρμουρος. «Χτυπάνε όμορφα μέσα στο χειμώνα. Κι ο πιο ατζαμής τοξότης θα σας πετύχαινε αν ήσασταν σε ακτίνα βολής. Τώρα που έγινε λόγος για τοξότες, να δείτε που, όπου να ’ναι, θα χτυπάμε το κεφάλι μας που δεν έχουμε τα τόξα μας, δε θέλει ρώτημα. Κι αυτά τα ρούχα σας, σαν πολύ λεπτά δεν είναι;»

«Αν είναι, λέει! Εγώ έχω ξεπαγιάσει» είπε η Τζιλ.

Λίγα λεπτά νωρίτερα, όσο ακόμα βρίσκονταν μέσα στην κουζίνα, η Τζιλ σκεφτόταν ότι έτσι και καταφέρνανε να βγούνε από το κάστρο, η απόδραση τους θα είχε πετύχει. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι η πιο επικίνδυνη φάση δεν είχε ακόμα αρχίσει.

«Ήρεμα, ήρεμα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μην κοιτάτε πίσω. Μη βιάζεστε. Κάντε ό,τι θέλετε, μοναχά μην τρέξετε. Να φαίνεται σαν να βγήκαμε για βόλτα· έτσι, και να μας δει κανείς, δεν αποκλείεται, είναι πιθανό δηλαδή, να μην ασχοληθεί μαζί μας. Από τη στιγμή που θα δείξουμε ότι τρέχουμε για να το σκάσουμε, είμαστε χαμένοι.»

Ο δρόμος για την Ερειπωμένη Πόλη της φάνηκε της Τζιλ πολύ πιο μακρύς απ’ όσο περίμενε. Ωστόσο λίγο λίγο, κάλυπταν την απόσταση. Ξαφνικά κάτι άκουσαν. Οι άλλοι δυο μείνανε με κομμένη την ανάσα, η Τζιλ που δεν κατάλαβε τι ήταν ρώτησε: «Τι ’ναι αυτό;»

«Κυνηγετικό κέρας» ψιθύρισε ο Ευστάθιος.

«Μην τρέξετε ούτε και τώρα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μέχρι που να σας πω.»

Αυτή τη φορά η Τζιλ δεν άντεξε να μη ρίξει μια ματιά πίσω της. Στ’ αριστερά τους, κάπου μισό μίλι μακριά, είδε την παρέα των κυνηγών να επιστρέφει.

Συνέχισαν να βαδίζουν. Ξαφνικά από τη μεριά των γιγάντων ακούστηκε οχλοβοή: κι ύστερα φωνές και χαιρετούρες.

«Μας είδαν. Τρεχάτε!» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Η Τζιλ μάζεψε τη μακριά της φούστα – τι φοβερό πράμα να τρέχεις έτσι ντυμένος – και το ’βαλε στα πόδια. Τώρα σίγουρα την είχαν άσχημα. Άκουγε τον ήχο που έκαναν τα κυνηγετικά κέρατα. Άκουγε και τη φωνή του Βασιλιά που ωρυόταν: «Πιάστε τους, πιάστε τους, αλλιώς δεν έχει ανθρωποπίτες αύριο!»

Τώρα είχε ξεμείνει πίσω, μπουρδουκλωμένη σ’ αυτό το φόρεμα, να σκουντουφλάει πάνω σε χαλαρές πέτρες, το μαλλί να της χώνεται μέσα στο στόμα, να της πονάει το στήθος από την τρεχάλα. Τα κυνηγιάρικα σκυλιά τους είχαν πλησιάσει ακόμα πιο πολύ. Τώρα έπρεπε ν’ ανέβει τρέχοντας το λόφο, την ανηφόρα μιας πλαγιάς όλο πέτρα που οδηγούσε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της σκάλας των γιγάντων. Ιδέα δεν είχε τι θα κάναν σαν θα φτάναν εκεί, ούτε και τι έβγαινε με το να φτάσουν στην κορυφή. Αλλά ούτε που ήθελε να το σκέφτεται. Τώρα έμοιαζε με κυνηγημένο ζώο: την κυνηγούσε μια αγέλη κι εκείνη έπρεπε να τρέχει μέχρι που να πέσει ξερή.

Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έτρεχε μπροστά. Μόλις έφτασε στο πρώτο σκαλί σταμάτησε, κοίταξε για λίγο στα δεξιά του κι άξαφνα όρμησε μέσα σε ένα μικρό άνοιγμα ή ρωγμή στη βάση του σκαλιού. Καθώς χανόταν, τα μακριά του πόδια έμοιαζαν ίδια κι απαράλλαχτα με αράχνης. Ο Ευστάθιος για λίγο κοντοστάθηκε και μετά χώθηκε κι αυτός ξοπίσω του. Η Τζιλ, τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, έφτασε κι αυτή με διαφορά ενός λεπτού. Δεν της καλοφάνηκε τούτη η τρύπα – μια σχισμή ανάμεσα στο έδαφος και στην πέτρα, μακριά κάνα μέτρο κι όσο για ύψος ζήτημα να ’φτανε τους πενήντα πόντους. Έπρεπε να φάει η μούρη σου χώμα και να σουρθείς για να μπεις μέσα. Κι ούτε που γινόταν αυτό στα γρήγορα. Ήταν σίγουρη ότι πριν μπει ολόκληρη μέσα, η φτέρνα της θα ’χε μείνει στα δόντια κάποιου σκύλου.