«Γρήγορα, γρήγορα. Πέτρες. Γεμίστε το άνοιγμα» ακούστηκε η φωνή του Λασπομούρμουρου μέσα στο σκοτάδι δίπλα της. Ήταν θεοσκότεινα εκεί μέσα, εκτός από το γκρίζο φως που έμπαινε από το άνοιγμα απ’ όπου χώθηκαν εκείνοι. Οι άλλοι δύο είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έβλεπε τα μικρά χέρια του Ευστάθιου και τα πελώρια βατραχίσια χέρια του Βαλτο-Ψηλολέλεκα, σκούρα κόντρα στο φως, να κινούνται μ’ απόγνωση σωρεύοντας πέτρες. Κατάλαβε τότε τη σημασία αυτής της δουλειάς κι αμέσως βάλθηκε να ψαχουλεύει κι αυτή για μεγάλες πέτρες και να τους τις δίνει. Ώσπου να πιάσουν τα σκυλιά τα γαβγίσματα και τα ουρλιαχτά στο στόμιο της σπηλιάς, αυτοί το είχαν κιόλας ολότελα φράξει: μένοντας βέβαια τώρα στο απόλυτο σκοτάδι.
«Προχωράτε πιο μέσα! Γρήγορα!» ακούστηκε η φωνή του Λασπομούρμουρου.
«Να κρατιόμαστε απ’ το χέρι» είπε η Τζιλ.
«Καλή ιδέα» είπε ο Ευστάθιος. Μέσα στο σκοτάδι, όμως, κάναν εκατό ώρες για να βρει ο ένας το χέρι του άλλου. Έξω από το φραγμένο στόμιο τώρα, τα σκυλιά μύριζαν με μανία.
«Για να δούμε μπας και μπορούμε να σταθούμε όρθιοι» πρότεινε ο Ευστάθιος. Δοκίμασαν και πράγματι μπορούσαν. Μετά, ο Λασπομούρμουρος με το χέρι πίσω να κρατάει τον Ευστάθιο, κι ο Ευστάθιος με το χέρι πίσω να κρατάει την Τζιλ (που ευχόταν να ήταν η μεσαία κι όχι η τελευταία της παρέας) άρχισαν να προχωρούν ανιχνεύοντας το έδαφος με τα πόδια και παραπατώντας στο μαύρο σκοτάδι. Κάτω από τα πόδια τους δεν είχε παρά πέτρες χαλαρές. Κάποια στιγμή, ο Λασπομούρμουρος έφτασε σ’ έναν τοίχο πέτρινο. Έστριψαν δεξιότερα και συνέχισαν. Υπήρχαν κι άλλες στροφές και γωνίες. Η Τζιλ δεν είχε ιδέα κατά πού πήγαιναν κι ούτε κατά πού έπεφτε το στόμιο της σπηλιάς.
«Το θέμα είναι» ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι η φωνή του Λασπομούρμουρου που προπορευόταν, «αν συγκρίνουμε τη μια κατάσταση με την άλλη, τι θα ’ταν προτιμότερο: να γυρίσουμε πίσω (αν μπορούμε φυσικά) και να προσφέρουμε στους γίγαντες έναν ωραίο μεζέ για τη γιορτή τους, ή να χαθούμε μέσα στα σπλάχνα του βουνού που χίλια τα εκατό θα ’χει και κανά δράκο, και τρύπες χωρίς πάτο, κι αέρια και νερά και – Οχ! Άσ’ το χέρι μου! Κοιτάξτε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ…»
Ύστερα όλα έγιναν γρήγορα. Μια άγρια κραυγή, ένα σούρσιμο, σκόνη, χαλίκια και πέτρες που κροτάλιζαν και η Τζιλ βρέθηκε να γλιστράει και να γλιστράει δίχως καμιά ελπίδα, να γλιστράει με ταχύτητα που ολοένα μεγάλωνε κατρακυλώντας σε μια πλαγιά που γινόταν όλο και πιο απότομη. Δεν επρόκειτο για καμιά κατηφόρα με μαλακό, σταθερό έδαφος, αλλά μια κατηφόρα γεμάτη χαλίκια και πετραδάκια. Και να μπορούσες να σταθείς, δεν κέρδιζες τίποτα. Όπου και να πατούσες το πόδι σου σε τούτη την πλαγιά, το έδαφος έφευγε παρασέρνοντας και σένα μαζί. Η Τζιλ ήταν περισσότερο ξαπλωτή παρά καθιστή. Κι όσο περισσότερο μάκρος έπαιρνε αυτή η τσουλήθρα, τόσο πιο πολύ αναστατώνονταν όλες αυτές οι πέτρες και το χώμα· θα ’λεγες λοιπόν ότι αυτή η γενική ορμητική κουτρουβάλα των πάντων, μαζί και των παιδιών, πολλα-πλασιαζόταν σε ταχύτητα, εκκωφαντικό θόρυβο, σκόνη και χώμα. Από τις δυνατές κραυγές και τις βλαστήμιες των άλλων δύο, η Τζιλ αντιλαμβανόταν ότι πολλές από τις πέτρες που τινάζονταν από κείνη βρίσκανε στόχο τον Ευστάθιο και το Λασπομούρμουρο. Τώρα η Τζιλ πήγαινε με μια τρελή ταχύτητα κι ήταν σίγουρη ότι, ώσπου να φτάσει στο τέρμα, θα είχε γίνει χίλια κομματάκια.
Σαν από θαύμα, αυτό δε συνέβη. Ήταν μια μάζα μολωπισμένη, κι αυτό το υγρό πράμα πάνω στο πρόσωπό της που κόλλαγε ήταν αίμα. Κι όλος αυτός ο σωρός από χώμα, βότσαλα και κροκάλες που σωρεύτηκαν σαν βουνό τριγύρω της (σε κάποιο βαθμό κι από πάνω της) δεν την άφηναν να σηκωθεί. Ήταν τόσο το σκοτάδι που είτε είχες τα μάτια σου ανοιχτά είτε κλειστά, δεν άλλαζε τίποτε. Δεν ακουγόταν ήχος κανείς. Κι αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής της. Ας πούμε ότι ήταν ολομόναχη: ας πούμε ότι οι άλλοι… Και τότε ένιωσε κάτι ν’ αναδεύεται κοντά της. Κι αμέσως, και οι τρεις μαζί, με τρεμάμενη φωνή, άρχισαν να λένε ότι καταπώς φαινόταν δεν είχαν κανένα κόκαλο σπασμένο.
«Δε θα μπορέσουμε ποτέ να ξανανέβουμε!» ακούστηκε η φωνή του Ευστάθιου.
«Καλέ, είδατε ζέστα που την έχει;» η φωνή του Λασπομούρμουρου. «Πάει να πει ότι βρισκόμαστε σε μεγάλο βάθος. Μπορεί και κανά μίλι.»
Δεν είπε λέξη κανείς. Λίγο αργότερα ο Λασπομούρμουρος πρόσθεσε:
«Μου ’φυγε το κατσαρολάκι».
Μετά από άλλη μια μεγάλη παύση, η Τζιλ είπε: «Έχω μια δίψα!»
Κανένας δεν πέταξε κάποια πρόταση για την επόμενη κίνηση. Ήταν ολοφάνερο πως δεν υπήρχε καμιά διέξοδος. Για την ώρα, δεν το ’χαν πάρει και τόσο άσχημα όπως θα περίμενε κανείς: κι αυτό, γιατί ήταν ολότελα εξουθενωμένοι.