Πολύ πολύ αργότερα, δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, ακούστηκε μια εντελώς αλλόκοτη φωνή. Στη στιγμή κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για τη φωνή που κατά βάθος λαχταρούσαν ν’ ακούσουν περισσότερο από κάθε άλλη στον κόσμο: τη φωνή του Ασλάν. Αυτή ήταν μια σκοτεινή, άχρωμη φωνή – μια φωνή μαύρη σαν την πίσσα, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η φωνή είπε: «Τι σας φέρνει εδώ, πλάσματα του Επάνω Κόσμου;»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Ταξίδι σ’ Ανήλιαγο Τόπο
«Ποιος είν’ εκεί;» φώναξαν οι τρεις σύντροφοι.
«Είμαι Ακρίτας των Συνόρων του Κόσμου στα Έγκατα της Γης κι έχω μαζί μου εκατό ενόπλους» ήρθε η απάντηση. «Πείτε μου γρήγορα ποιοι είστε και ποιος ο λόγος που ήρθατε στο Βασίλειο της Αβύσσου.»
«Πέσαμε μέσα κατά λάθος» είπε ο Λασπομούρμουρος κι αυτό δεν ήταν μακριά από την αλήθεια.
«Πολλοί πέφτουν μέσα, και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες τους» είπε η φωνή. «Ελάτε τώρα μαζί μου να παρουσιαστείτε μπροστά στη Βασίλισσά μας.»
«Κι εμάς τι μας θέλει;» ρώτησε ο Ευστάθιος επιφυλακτικά.
«Άγνωστο» είπε η φωνή. «Κανείς δε ρωτάει τι θέλει! Μοναχά υπακούει!»
Την ώρα που τα ’λεγε αυτά, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν μικροέκρηξη κι αμέσως η σπηλιά πλημμύρισε μ’ ένα ψυχρό φως, γκρίζο με ελαφρούς τόνους μπλε. Κάθε ελπίδα ότι ο Ακρίτας των Συνόρων ήταν ένας φαφλατάς που καυχιόταν πως τάχαμου ήταν επικεφαλής εκατό ενόπλων μονομιάς ξεφούσκωσε. Η Τζιλ ανοιγόκλεισε τα μάτια και είδε ότι βρισκόταν μπροστά σ’ ένα πυκνό πλήθος· μια ποικιλία στο μπόι, από μικροσκοπικά πλάσματα –βία να φτάνανε τους τριάντα πόντους – μέχρι κάτι μεγαλόσωμους τύπους, ψηλότερους κι από άνθρωπο. Όλοι τους κρατούσαν στο χέρι ένα ξίφος που κατέληγε σε μια πιρούνα με τρεις μύτες, κι ήταν όλοι τους εξαιρετικά χλομοί, κι όλοι στέκονταν ασάλευτοι σαν αγάλματα. Ξέχωρα απ’ αυτό, ήταν και εντελώς διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο· μερικοί είχαν ουρά και άλλοι δεν είχαν μερικοί είχαν μακριές γενειάδες κι άλλοι είχαν ολοστρόγγυλα, τεζαριστά πρόσωπα ολόιδια με κολοκύθες. Έβλεπες μύτες μακριές και μυτερές, κι άλλες μακριές και παχουλές σαν μικρές προβοσκίδες, κι άλλες πελώριες που ξεχείλιζαν. Κάμποσοι από αυτούς είχαν ένα μόνο κέρατο στο κούτελο, ίσια στη μέση. Το μόνο κοινό που είχαν όλοι αυτοί αναμεταξύ τους ήταν πως και οι εκατό είχαν μια θλίψη στο πρόσωπό τους που όμοια της δεν είχε ξαναγίνει. Έδειχναν τόσο θλιμμένοι, ώστε η Τζιλ, μετά την πρώτη ματιά που τους έριξε, σχεδόν ξέχασε ότι θα έπρεπε να τους φοβάται. Ένιωσε μάλιστα τη διάθεση να τους κάνει να ευθυμήσουν λιγάκι.
«Ορίστε!» είπε ο Λασπομούρμουρος τρίβοντας τα χέρια του. «Ακριβώς ό,τι χρειαζόμουνα. Αν αυτοί οι τύποι δε μου μάθουν να παίρνω τη ζωή στα σοβαρά, ήθελα να ’ξερα ποιος πρόκειται να το κάνει. Κοιτάξτε το φιλαράκο εκείνο με το μουστάκι που οι άκρες του κοιτάνε κατά κάτω – ή εκείνον εκεί με το…»
«Όρθιοι!» φώναξε ο Ακρίτας.
Αν μπορούσαν ας κάναν κι αλλιώς. Μετά από ένα σχετικό μπουρδούκλωμα, οι τρεις σύντροφοι στάθηκαν όρθιοι κακήν κακώς και πιάστηκαν χέρι χέρι. Κάτι τέτοιες ώρες το έχεις ανάγκη αυτό το άγγιγμα φιλικού χεριού. Τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης τούς περιτριγύρισαν, αλαφροπατώντας με τα μαλακά τους πόδια που άλλα είχαν δέκα δάχτυλα, άλλα δώδεκα, κι άλλα κανένα.
«Βάδην!» είπε ο Ακρίτας. Μωρέ, βάδην εκατό φορές!
Το ψυχρό εκείνο φως έβγαινε από μια μεγάλη σφαιρική λάμπα στημένη πάνω σ’ ένα μακρύ παλούκι που κρατούσε ένας ψηλέας που ξεχώριζε, επικεφαλής της πομπής. Στο φως που έριχναν οι μελαγχολικές του ακτίνες, κατάφεραν να δουν ότι βρίσκονταν μέσα σε μια φυσική σπηλιά: στους τοίχους και στην οροφή εξοχές, εσωχές και σπείρες φτιάχναν χιλιάδες φανταστικά σχήματα· καθώς προχωρούσαν ένιωσαν το πέτρινο έδαφος να κατηφορίζει. Η Τζιλ υπέφερε περισσότερο από τους άλλους δυο, γιατί τα σκοτεινά υπόγεια δεν τ’ άντεχε καθόλου. Καθώς συνέχιζαν, η σπηλιά γινόταν πιο χαμηλοτάβανη και στενή. Καμιά φορά, αυτός που κράταγε το φως στάθηκε παράμερα κι όλοι (όλοι εκτός από τους πιο μικρο-καμωμένους) έσκυβαν κι ένας ένας χώνονταν σε μια μικρή, σκοτεινή σχισμή κι εξαφανίζονταν. Ε, τότε ήταν που η Τζιλ ένιωσε ότι δεν άντεχε άλλο πια.
«Αποκλείεται να μπω εκεί μέσα. Δεν μπορώ! Δεν μπορώ! Δεν μπαίνω» φώναζε με κομμένη ανάσα. Τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης δε μίλησαν, μοναχά χαμήλωσαν όλοι τα ξίφη τους με την πιρούνα καταπάνω της.
«Ήρεμα, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Τι θαρρείς; Εκείνοι εκεί οι μαντραχαλάδες θα τρυπώνανε μέσα αν δεν ήταν να φτάσουν σε πιο άνετο χώρο ύστερα; Άσε το άλλο το καταπληκτικό: σε τούτη την υπόγα γλιτώνουμε και τη βροχή!»
«Αχ, δε με καταλαβαίνετε. Δεν μπορώ!» ξεφώνισε η Τζιλ.