Выбрать главу

«Να σκέφτεσαι πώς ένιωσα εγώ σ’ εκείνον εκεί το βράχο, Πόουλ» είπε ο Ευστάθιος. «Προχώρα πρώτος εσύ, Λασπομούρμουρε, κι εγώ θα ’ρχομαι μετά από την Τζιλ.»

«Εντάξει» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κι έπεσε στα τέσσερα. «Εσύ, Τζιλ, κράτα μου γερά τη φτέρνα κι ο Ευστάθιος να κρατάει τη δική σου. Μετά θα ’μαστε κι οι τρεις μια χαρά.»

«Μια χαρά και τρεις τρομάρες!» είπε η Τζιλ. Ωστόσο, έπεσε καταγής κι άρχισε το μπουσούλισμα. Ήταν απαίσιο μέρος. Ήσουν αναγκασμένος να σούρνεσαι με την κοιλιά για καμιά μισή ώρα όπως της φάνηκε αν και μπορεί στην πραγματικότητα να κράτησε μοναχά ένα πεντάλεπτο. Έκανε ζέστη. Η Τζιλ ένιωθε ασφυξία. Να, όμως, που φάνηκε ένα αμυδρό φως μπροστά τους, το λαγούμι γινόταν πλατύτερο και ψηλότερο, ώσπου ξαναμμένοι, βρόμικοι, και τρομοκρατημένοι φτάσανε σε μια σπηλιά τόσο ευρύχωρη που δύσκολα θα την έλεγες σπηλιά.

Φωτιζόταν ολόκληρη από ένα θαμπό, μουρτζούφλικο φως κι έτσι το παράξενο φανάρι που κουβάλαγε ο ψηλέας δε χρειαζότανε πια. Το έδαφος ήταν μαλακό καθώς ήταν σκεπασμένο από κάποιο είδος βρύων. Ανάμεσά τους φύτρωναν πάμπολλοι παράξενοι και ψηλοί όγκοι που ’χαν κλαριά και μοιάζαν με δέντρα, αλλά, καθώς πλάταιναν, και με μανιτάρια. Έτσι αραιά που ήταν το ένα από τ’ άλλο, δεν μπορούσες να πεις ότι μπροστά σου είχες κάποιο δάσος· περισσότερο θύμιζε πάρκο. Το φως (γκριζοπράσινο) έμοιαζε να βγαίνει από τα δέντρα κι από τα βρύα· όχι τόσο δυνατό ώστε να φτάσει να φωτίζει την οροφή, που θα πρέπει να ήταν ακόμα πιο ψηλά. Τώρα έπρεπε να διασχίσουν αυτό το μέρος με την απαλή, μαλακή, υποτονική ατμόσφαιρα. Υπήρχε διάχυτη μια μελαγχολία, ωστόσο η ήρεμη μελαγχολία που νιώθεις όταν ακούς απαλή μουσική.

Προσπέρασαν ντουζίνες ζώα παράξενα, ξαπλωμένα πάνω στη χλόη. Τώρα, ψόφια ήταν, κοιμισμένα ήταν, η Τζιλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι από τα δυο συνέβαινε. Μοιάζανε περισσότερο με δράκους ή νυχτερίδες· κι ο Λασπομούρμουρος κι αυτός ιδέα δεν είχε τι σόι ζώα ήταν.

«Εδώ ζουν αυτά;» ρώτησε ο Ευστάθιος τον Ακρίτα των Συνόρων. Εκείνος έδειξε ξαφνιασμένος που του απηύθυναν το λόγο, ωστόσο απάντησε: «Όχι. Είναι όλα ζώα από τον Επάνω Κόσμο και βρέθηκαν στο Βασίλειο της Αβύσσου περνώντας από σχισμές και σπηλιές. Λένε ότι θα ξυπνήσουν όλα όταν έρθει το τέλος του κόσμου».

Αφού τα είπε αυτά, έκλεισε το στόμα του λες κι είχε κλείσει κάποιο κουτί. Μέσα στην απόλυτη σιωπή του σπηλαίου, τα παιδιά δίσταζαν να ξανανοίξουν την κουβέντα. Δεν άκουγες τον παραμικρό ήχο εκεί μέσα, έτσι που τα γυμνά πόδια αυτών των όντων του Κόσμου στα Έγκατα της Γης αλαφροπατούσαν πάνω στα βρύα. Άνεμος δε φυσούσε, πουλιά δεν πετούσαν, νερό δεν κελάρυζε. Ανάσα δεν έβγαινε από αυτά τα παράξενα ζώα.

Αφού περπάτησαν για αρκετά μίλια, φτάσανε σ’ έναν πέτρινο τοίχο. Στη βάση του υπήρχε μια αψίδα που έβγαζε σε μια άλλη σπηλιά. Τούτο δω το πέρασμα δεν ήταν τόσο δράμα όσο το προήγουμενο κι η Τζιλ κατάφερε να περάσει χωρίς ούτε το κεφάλι της να σκύψει. Βρέθηκαν σε μια σπηλιά πιο μικρή και πιο στενή, περίπου στο σχήμα και μέγεθος καθεδρικού ναού. Εδώ είδαν το εξής: ένας τεράστιος άντρας ήταν ξαπλωμένος σ’ όλο το μήκος της σπηλιάς και κοιμόταν βαθιά. Ήταν πολύ πιο ογκώδης απ’ όσους γίγαντες είχαν δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, μόνο που το πρόσωπό του ήταν διαφορετικό· ευγενικό κι όμορφο. Το στέρνο του ανεβοκατέβαινε απαλά κάτω από την πάλλευκη γενειάδα του που του ’φτανε μέχρι τη μέση. Ένα καθάριο, ασημί φως (κανένας δεν κατάλαβε από πού ερχόταν) αναπαυόταν πάνω του.

«Ετούτος ποιος να ’ναι;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος. Κι είχε περάσει τόση ώρα δίχως να βγάλουν άχνα που η Τζιλ αναρωτήθηκε πού βρήκε το κουράγιο να μιλήσει.

«Αυτός είναι ο Πατέρας Χρόνος, που κάποτε βασίλευε στον Επάνω Κόσμο» είπε ο Ακρίτας. «Και τώρα έχει βυθιστεί στο Βασίλειο της Αβύσσου κι ονειρεύεται όλα τα όσα γίνονται στον επάνω κόσμο. Πολλοί βουλιάζουν κάτω εδώ, και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες. Λένε πως θα ξυπνήσει όταν έρθει το τέλος του κόσμου.»

Μετά βγήκαν από αυτή τη σπηλιά και μπήκαν σε μια άλλη, κι ύστερα σε άλλη, κι άλλη, και πάει λέγοντας, μέχρι που η Τζιλ έχασε το λογαριασμό. Όμως συνέχιζαν να προχωρούν όλο και πιο κατηφορικά και κάθε καινούρια σπηλιά ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, έτσι που και μόνο η σκέψη του βάθους και του βάρους της γης πάνω απ’ το κεφάλι σου να σε πνίγει. Με τα πολλά, φτάσανε σ’ ένα μέρος όπου ο Φρουρός έδωσε εντολή να ξανανάψει εκείνο το μελαγχολικό φανάρι. Στη συνέχεια μπήκανε σε μια σπηλιά τόσο ευρύχωρη και σκοτεινή που δεν έβλεπαν τίποτε παρά μόνο ότι ακριβώς μπροστά τους, ξεκίναγε μια λωρίδα χλομή αμμουδιά και τέλειωνε σ’ ακύμαντο νερό. Κι εκεί, δίπλα σε μια μικρή αποβάθρα, είδαν αραγμένο ένα πλοιάριο. Δεν είχε άλμπουρο μήτε πανί, μόνο πολλά κουπιά. Τους είπαν ν’ ανεβούν πάνω στο κατάστρωμα και να προχωρήσουν κατά την πλώρη που είχε απλοχωριά, μπροστά στους πάγκους που κάθονταν οι κωπηλάτες. Ένας άλλος πάγκος αγκάλιαζε το καράβι μέσα από την κουπαστή.