«Ένα πράμα ήθελα να ’ξερα!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Άραγε να υπάρχει κανένας από το δικό μας κόσμο – τον επίγειο, θέλω να πω – που να ’χει κάνει μέχρι τώρα αυτό το ταξίδι;»
«Πολλοί είναι που βάλαν πλώρη από τις χλομές αμμουδιές» απάντησε ο Ακρίτας «όμως…»
«Καλά, καλά! Ξέρω!» τον έκοψε ο Λασπομούρμουρος. «Όμως λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες τους. Δεν είναι ανάγκη να μας το ξαναπείς. Είσαι απ’ αυτούς που έτσι και τους κολλάει μια ιδέα, δεν τους ξεκολλάει με τίποτα, έτσι δεν είναι;»
Τα παιδιά είχαν το Λασπομούρμουρο ανάμεσά τους και κάθονταν ζαρωμένα πάνω του. Όσο βρίσκονταν πάνω στη γη τον έβρισκαν γρουσούζη, μα κάτω εδώ τους φαινόταν σαν η μόνη τους παρηγοριά. Το χλομό φανάρι κρεμάστηκε κάπου στη μέση του πλοίου, τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης κάθισαν στα κουπιά, και το καράβι άρχισε να κινείται. Το φανάρι έριχνε το φως του σε μια πολύ μικρή ακτίνα. Μπροστά τους δεν έβλεπαν παρά ήρεμα, σκούρα νερά που χάνονταν σε μια απόλυτη μαυρίλα.
«Θεούλη μου! Τι θ’ απογίνουμε;» είπε η Τζιλ απελπισμένα.
«Δε θέλω τέτοιες κουβέντες, Πόουλ!» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Ένα πράμα πρέπει να θυμάσαι. Ακολουθούμε τη σωστή γραμμή. Έπρεπε να πάμε κάτω από την Ερειπωμένη Πόλη. Και εδώ είμαστε. Ορίστε, λοιπόν, που ακολουθούμε τις οδηγίες.»
Σε λίγο τους έδωσαν να φάνε – ένα πράμα σαν πατηκωμένο κέικ, παπάρα σκέτη, ντιπ άνοστη. Ύστερα, σιγά σιγά αποκοιμήθηκαν. Όμως όταν ξύπνησαν, είδαν ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει· οι κωπηλάτες συνέχιζαν να τραβάνε κουπί, το πλοιάριο συνέχιζε να γλιστράει πάνω στο νερό, και μαύρη μαυρίλα συνέχιζε να ’ναι ο ορίζοντάς τους. Πόσες φορές ξύπνησαν και κοιμήθηκαν κι έφαγαν και ξανακοιμήθηκαν, ούτε που μπορούσαν να κρατήσουν λογαριασμό. Το χειρότερο ήταν ότι άρχισαν να έχουν την αίσθηση ότι ζούσαν πάνω σ’ αυτό το πλοιάριο από πάντα, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι και ν’ αναρωτιούνται μπας κι ο ήλιος κι ο καταγάλανος ουρανός κι ο άνεμος και τα πουλιά ήταν απλά και μόνο ένα όνειρο.
Είχαν φτάσει στο σημείο μήτε να ελπίζουν μήτε και να φοβούνται, όταν ξαφνικά είδανε φώτα μπροστά τους: φώτα μελαγχολικά σαν αυτό του φαναριού τους. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ένα από αυτά τα φώτα τούς ζύγωσε και είδαν πως προσπερνούσαν κάποιο άλλο πλοίο. Συναπαντήθηκαν και μ’ άλλα πολλά, μετά απ’ αυτό. Ύστερα, κοιτάζοντας μ’ όλη τους την προσοχή, μέχρι που τους πόνεσαν τα μάτια, είδαν ότι μερικά από τα φώτα που έλαμπαν μπροστά τους προέρχονταν από μόλους, τείχη, πύργους ή κι από κινούμενο πλήθος. Ωστόσο, ακόμα δεν ακουγόταν άχνα.
«Θεέ μου» είπε ο Ευστάθιος. «Μια πόλη!» και δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι είχε δίκιο.
Ήταν όμως μια αλλόκοτη πόλη. Τα φώτα ήταν τόσο λιγοστά και σε τέτοια απόσταση το ’να απ’ τ’ άλλο, που στο δικό μας κόσμο, θα περνιόταν για μια περιοχή με σκόρπιες καλύβες. Ωστόσο, από το λίγο που μπορούσες να δεις με τούτο το φωτισμό, καταλάβαινες πως έβλεπες τμήματα από κάποιο μεγάλο λιμάνι. Σε μια μεριά, έβλεπες πάμπολλα πλοία να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν αλλού, εμπορεύματα κι αποθήκες· πιο κει, τοίχους και κολόνες που δήλωναν την ύπαρξη μεγάλων παλατιών ή ναών· και πάντα, όπου έπεφτε το φως, ένα ατέλειωτο πλήθος – εκατοντάδες πλάσματα του κόσμου τούτου –που σπρώχνονταν καθώς αλαφροπατώντας τραβούσαν για τις δουλειές τους στα στενά σοκάκια, στις απέραντες πλατείες, ή στις ατέλειωτες σκάλες των κτιρίων. Καθώς το πλοιάριο ζύγωνε όλο και πιο σιμά, αυτή η αέναη κίνηση του κόσμου έκανε ν’ ακούγεται ένας ήχος κάπως σαν μουρμουρητό· δεν ξεχώριζες όμως κάποιο τραγούδι ή ξεφωνητό, ή καμπάνα ή τρίξιμο τροχού πουθενά. Η Πόλη ήταν σιωπηλή και σκοτεινή το ίδιο όπως και το εσωτερικό μιας μερμηγκοφωλιάς.
Τελικά το καράβι τους πλεύρισε μια προβλήτα κι έδεσε. Κατέβασαν τους τρεις ταξιδιώτες στην ακτή κι άρχισαν να βαδίζουν μέσα στην Πόλη. Στους δρόμους δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Πλήθη του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, ούτε δυο όμοιοι μεταξύ τους, πέφταν πάνω τους καθώς τρέχαν για τις δουλειές τους. Τα φανάρια έριχναν το μελαγχολικό τους φως πάνω στα θλιμμένα και παράξενα πρόσωπά τους. Αλλά κανένας δεν έδειχνε να νοιάζεται για τους ξένους. Η φούρια τους συναγωνιζόταν τη θλίψη τους, αν και η Τζιλ ποτέ δεν ανακάλυψε για ποιο πράμα είχαν τόση φούρια. Ωστόσο, αυτό το ασταμάτητο πηγαινέλα, το σπρωξίδι, το τρεχιό και τ’ ανάλαφρο πατ-πατ-πατ των ποδιών τους δεν έπαιρνε τέλος.
Κάποια στιγμή επιτέλους φτάσανε, απ’ ό,τι κατάλαβαν, σ’ ένα μεγάλο κάστρο αν και λιγοστά από τα παράθυρά του ήταν φωτισμένα. Τους οδήγησαν μέσα στο κάστρο κι αφού διασχίσανε την αυλή του, άρχισαν ν’ ανεβαίνουν μια μεγάλη σκάλα. Κατέληξαν σε μια αίθουσα που τη φώτιζε ένα ασθενικό φως. Αλλά σε μια γωνιά –χαρά που την πήρανε! – υπήρχε μια αψίδα που φωτιζόταν από ένα εντελώς διαφορετικό φως· ένα φως της προκοπής επιτέλους, κιτρινωπό και ζεστό, από λάμπα σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Αυτό που φαινόταν κάτω από τούτο το φως ήταν η αρχή μιας σκάλας στριφογυριστής που ανέβαινε ανάμεσα από πέτρινους τοίχους. Το φως φαινόταν να ’ρχεται από ψηλά. Δυο πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης στέκονταν στα δεξιά κι αριστερά της αψίδας, σαν να ’ταν σκοποί ή υπηρέτες.