Выбрать главу

Ο Ακρίτας των Συνόρων τους πλησίασε και, σαν να ήταν αυτό κάποιο σύνθημα, τους είπε:

«Πολλοί βουλιάζουν στον Κάτω Κόσμο».

«Και λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες» απάντησαν εκείνοι σαν να ήταν αυτό το παρασύνθημα. Μετά κόλλησαν τα κεφάλια τους και πιάσαν την κουβέντα. Στο τέλος ένας τους που ήταν επί της υπηρεσίας είπε: «Σου λέω ότι η Βασίλισσα έχει φύγει από δω για τη μεγάλη της υπόθεση. Καλύτερα μέχρι να επιστρέψει, να βάλουμε τους Πανωχωρίτες φυλακή. Λίγοι ξαναγυρίζουν στις λιοφώτιστες χώρες».

Κι εκείνη τη στιγμή η συζήτηση κόπηκε στη μέση από μια φωνή που της Τζιλ της φάνηκε η πιο έξοχη στον κόσμο. Ήρθε από ψηλά, από την κορυφή της σκάλας· και ήταν μια καθαρή, καμπανιστή, απολύτως ανθρώπινη φωνή, η φωνή ενός νέου άντρα.

«Προς τι η αναταραχή εκεί κάτω, Μουλουγκουδέρουμ;» φώναξε. «Μα τι βλέπω! Επανωκοσμίτες! Οδηγήστε τους εδώ και τάχιστα!»

«Θα την ευχαριστούσε την Υψηλότητά σας να θυμηθεί» άρχισε αυτός που τον λέγανε Μουλουγκουδέρουμ, αλλά η φωνή από πάνω τον έκοψε.

«Την Υψηλότητά μου την ευχαριστεί, πρώτον και κύριον, να την υπακούουν, γερο-μουρμούρη. Φέρ’ τους επάνω!» είπε.

Ο Μουλουγκουδέρουμ κούνησε το κεφάλι του, έκανε νόημα στους ταξιδιώτες να τον ακολουθήσουν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά. Όσο ανέβαιναν τόσο δυνάμωνε το φως. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι απ’ άκρη σ’ άκρη με κεντημένα χαλιά. Στο κεφαλόσκαλο, τους έλουσε μιας λάμπας το χρυσάφι φως που περνούσε μέσα από κάτι λεπτές κουρτίνες. Οι δυο φρουροί τράβηξαν τις κουρτίνες και στάθηκαν παράμερα. Πέρασαν κι οι τρεις τους μέσα. Βρέθηκαν σ’ ένα όμορφο δωμάτιο, με τοίχους πήχτρα στα κεντημένα χαλιά, και μια δυνατή φωτιά που έλαμπε στο τζάκι. Πάνω στο τραπέζι, κοκκινέλι και ταγιαρισμένο κρυστάλλινο ποτήρι που σπίθιζε. Ένας νεαρός άντρας με ξανθά μαλλιά σηκώθηκε και τους χαιρέτησε. Ήταν όμορφος και φαινόταν θαρρετός, μα συνάμα καλοσυνάτος, αν και κάτι στο πρόσωπό του δεν πήγαινε καλά. Φορούσε μαύρα κι έφερνε κάπως του Άμλετ.

«Καλώς ορίσατε, Επανωκοσμίτες!» φώναξε. «Όμως, σταθείτε ένα λεπτό! Επικαλούμαι τη συγγνώμη σας! Σας έχω ξαναδεί εσάς τα δυο όμορφα παιδιά καθώς κι αυτόν, τον παράξενο Συνοδό σας! Δεν είστε εσείς οι τρεις που με συναντήσατε στη γέφυρα κοντά, στα σύνορα του Έτινσμορ, όταν είχα βγει ιππασία στο πλευρό της Κυρίας μου;»

«Α… είστε ο μαύρος ιππότης που δεν έβγαλε μιλιά;» φώναξε έκπληκτη η Τζιλ.

«Κι εκείνη η κυρία ήταν η Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος, σε όχι πολύ φιλικό τόνο. Κι ο Ευστάθιος, που σκεφτόταν το ίδιο, ξέσπασε κι αυτός. «Γιατί αν ήταν, μου φαίνεται πως μας φέρθηκε πολύ άσκημα να μας στείλει σ’ ένα κάστρο με γίγαντες που σκόπευαν να μας φάνε. Της κάναμε εμείς τίποτα κακό; Πολύ θα ’θελα να ’ξερα!»

«Πώς;» είπε ο Μαύρος Ιππότης συνοφρυωμένος. «Αν δεν ήσουν ένας τόσο νεαρός πολεμιστής, Αγόρι, εμείς οι δυο θα πολεμούσαμε μέχρις εσχάτων για τούτα σου τα λόγια. Δεν μπορώ ν’ ακούω λόγια που προσβάλλουν την τιμή της Κυρίας μου. Όμως, για κάτι πρέπει να είσαι βέβαιος, πως ό,τι κι αν σας είπε, το είπε με καλό σκοπό. Δεν τη γνωρίζετε καλά. Είναι μια ανθοδέσμη από αρετές όπως η ειλικρίνεια, η συμπόνια, η πίστη, η ευγένεια, το θάρρος και τα συναφή. Αναφέρω τα όσα γνωρίζω. Η καλοσύνη που έδειξε σε μένα μόνο, για την οποία δεν βρίσκω τρόπο να την ανταμείψω, θ’ αποτελούσε μια συναρπαστική ιστορία. Όμως από τώρα κι ύστερα θα τη γνωρίσετε και θα την αγαπήσετε. Στο μεταξύ, πείτε μου ποιος είναι ο σκοπός του ερχομού σας στη Χώρα της Αβύσσου;»

Και πριν προλάβει να τη σταματήσει ο Λασπομούρμουρος, η Τζιλ τα ξεφούρνισε όλα. «Καλέ μου Ιππότη, προσπαθούμε να βρούμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό της Νάρνια». Και τότε αντιλήφθηκε τι επικίνδυνο ήταν αυτό που είπε· αυτοί εδώ μπορεί να ήταν εχθροί τους. Όμως ο Ιππότης δεν έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.

«Ριλιανό; Νάρνια;» είπε αδιάφορα. «Νάρνια; Ποια χώρα είναι αυτή; Πρώτη μου φορά που ακούω την ονομασία αυτή. Θα πρέπει να είναι χιλιάδες λεύγες μακριά από τα μέρη του Επάνω Κόσμου που εγώ γνωρίζω. Ήταν λοιπόν μια παράξενη φαντασίωση που σας ώθησε στην αναζήτηση αυτού του – πώς τον είπατε; – Μπιλιανό; Τριλιανό; στο βασίλειο της Δέσποινάς μου. Πραγματικά, σας διαβεβαιώ, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κανείς εδώ μ’ αυτό το όνομα». Και με το που το ’πε αυτό, πάτησε δυνατά γέλια κι η Τζιλ έκανε τη σκέψη: «Μπας κι αυτό είναι το πρόβλημα με το ύφος του; Είναι ψιλοβλαμμένος;»