Выбрать главу

«Μας είπαν να ψάξουμε για ένα μήνυμα πάνω στις πέτρες της Ερειπωμένης Πόλης» είπε ο Ευστάθιος. «Και εμείς είδαμε τις λέξεις ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.»

Ο Ιππότης τώρα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Πόσο πλανηθήκατε!» είπε. «Οι λέξεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με το στόχο σας. Αν ρωτούσατε απλώς τη Δέσποινά μου, θα σας είχε συμβουλέψει ορθά. Βλέπετε, οι λέξεις αυτές είναι σπάραγμα μιας μεγάλης επιγραφής, που στην αρχαιότητα, κι εκείνη το θυμάται πολύ καλά, αποτελούσε αυτούς τους στίχους:

Κάτω από τη Γη και δίχως θρόνο κανένα,

Πλην, όσο ζούσα, όλη η Γη ήταν κάτω από μένα.

Που σημαίνει πως κάποιος σπουδαίος βασιλιάς των αρχαίων γιγάντων που έχει ταφεί εκεί, είχε την αλαζονεία να χαράξει αυτά τα λόγια πάνω στην πέτρα, στον τάφο του· αργότερα όμως μερικές πέτρες έσπασαν, κάποιες μεταφέρθηκαν για την ανέγερση καινούριων κτιρίων, γέμισαν τα κενά με λιθάρια, παρέμειναν όμως οι τρεις αυτές λέξεις που φαίνονται ακόμα. Πιο αστείο πράγμα στον κόσμο δεν ξανάκουσα! Να διανοηθείτε ότι αυτές οι λέξεις γράφτηκαν εκεί για σας!»

Ο Ευστάθιος κι η Τζιλ ένιωσαν σαν να τους άδειασαν έναν κουβά κρύο νερό στην πλάτη· γιατί τώρα καταλάβαιναν ότι οι λέξεις αυτές δεν είχαν καμιά σχέση με την έρευνά τους, κι ότι αυτοί βρίσκονταν τώρα εκεί μέσα από απλό ατύχημα.

«Μην του δίνετε σημασία» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δε συμβαίνουν τέτοια πράματα στην τύχη. Οδηγός μας είναι ο Ασλάν κι αυτός βρισκόταν εκεί όταν ο γίγαντας Βασιλιάς είχε ζητήσει να χαράξουν αυτές τις λέξεις, κι από τότε ακόμα, ήξερε όλα αυτά που θα συνέβαιναν ακόμα κι αυτό το τωρινό.»

«Αυτός ο τύπος που έχετε για οδηγό σας θα πρέπει, φίλε μου, να έχει θαυμαστή μακροζωία» είπε ο Ιππότης και ξέσπασε πάλι σε τρανταχτά γέλια.

Η Τζιλ είχε αρχίσει να τσατίζεται λιγάκι μ’ αυτά τα γέλια του.

«Κι εμένα, Κύριε, μου φαίνεται» απάντησε ο Λασπομούρμουρος, «ότι αυτή η Κυρία που τη λέτε Δέσποινά σας θα πρέπει επίσης να έχει καταπληκτική μακροζωία αφού θυμάται τους στίχους όπως ήταν τότε που τους χάραξαν».

«Τι οξυδέρκεια, Βατραχοπρόσωπε!» είπε ο Ιππότης και χτύπησε το Λασπομούρμουρο φιλικά στον ώμο και ξανάβαλε τα γέλια. «Έχεις όντως συλλάβει την αλήθεια. Έχει θεϊκή καταγωγή και δε γνωρίζει ούτε ηλικία ούτε θάνατο. Αισθάνομαι βαθύτατη ευγνωμοσύνη προς αυτήν για όλη τούτη την απέραντη γενναιοδωρία που έδειξε σε μένα, που δεν είμαι παρά ένας φτωχός θνητός. Γιατί θα πρέπει να γνωρίζετε, Αγαπητοί μου, ότι είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε τις πιο παράξενες συμφορές, και κανείς, μα κανείς δεν θα μπορούσε να δείξει υπομονή, παρά μόνο η ευγενική μου Βασίλισσα. Είπα Υπομονή; Και κάτι ακόμη σπουδαιότερο! Υποσχέθηκε πως θα μου προσφέρει ένα σπουδαίο βασίλειο στον Επάνω Κόσμο και, σαν γίνω βασιλιάς, και το τρυφερό της χέρι για να γίνει γυναίκα μου. Ωστόσο, η ιστορία μου είναι πολύ μεγάλη κι εσείς είστε πεινασμένοι και κουρασμένοι. Ε, εσείς, εκεί πέρα! Γρήγορα κρασί για τους ξένους μου και φαγητό απ’ αυτό που τρώνε στον Επάνω Κόσμο. Παρακαλώ σας, κύριοι, καθίστε. Κι εσύ, μικρή κόρη, κάτσε εδώ. Θα την ακούσετε ολάκερη την ιστορία μου.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Μέσα στο σκοτεινό κάστρο

Όταν σερβιρίστηκε το φαγητό (περιστερόπιτα, κρύο χοιρομέρι, σαλάτα και γλυκό) κι όλοι τραβήξανε τις καρέκλες τους κοντά στο τραπέζι, ο Ιππότης συνέχισε:

«Θα πρέπει να καταλάβετε, φίλοι μου, ότι δε γνωρίζω τίποτε για το ποιος ήμουν και πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο το Σκοτεινό Κόσμο. Δεν έχω ανάμνηση κάποιας εποχής που να μη ζούσα, όπως τώρα, στην αυλή της ουράνιας Βασίλισσας· όμως γεγονός είναι ότι μ’ έσωσε από κάποιο κακό γήτεμα και μ’ έφερε εδώ από την υπερβολική της γενναιοδωρία. (Καλέ μου Βατραχοπόδη, βλέπω κιόλας άδειο το ποτήρι σου. Επίτρεψε μου να το ξαναγεμίσω.) Κι αυτή η εκδοχή μου φαίνεται η πιθανότερη καθώς, ακόμα και τώρα, βρίσκομαι δεμένος με μάγια, που μοναχά η Δέσποινά μου μπορεί να λύσει. Μόλις βραδιάζει έρχεται κάποια στιγμή όταν μια φοβερή αλλαγή συντελείται μέσα στο νου μου και στη συνέχεια και στο κορμί μου. Γιατί στην αρχή γίνομαι έξαλλος και άγριος και θα ορμούσα με διάθεση επιθετική ενάντια στους πιο αγαπημένους μου φίλους και θα τους σκότωνα αν δεν ήμουνα δεμένος. Κι αμέσως μετά, μεταμορφώνομαι σε μεγάλο ερπετό, πειναλέο, λυσσαλέο, θανατερό. (Κύριέ μου, δε θ’ αρνηθείς λίγο στήθος περιστεριού ακόμα, σ’ εξορκίζω!) Αυτό μου λεν, και σίγουρα αυτή είναι η αλήθεια, γιατί το ίδιο λέει και η Δέσποινά μου. Εγώ δεν έχω γνώση αυτών όλων, γιατί όταν περνάει η ώρα τής φοβερής κρίσης, ξυπνώ δίχως θύμηση καμιά κι έχω ξανά το σώμα μου αυτό και τον υγιή νου μου – μ’ εξαίρεση μια κάποια ανησυχία. (Μικρή μου Δεσποσύνη, δοκίμασε αυτό το μελόψωμο· το φέρνουν για χάρη μου από κάποια χώρα βαρβαρική στη νότια άκρη του κόσμου.) Με την τέχνη που κατέχει η μεγαλειότητά της, η Βασίλισσα γνωρίζει πως όλα τα μάγια θα λυθούν όταν θα με στέψει βασιλιά κάποιας χώρας στον Επάνω Κόσμο, την ώρα που θα βάζει την κορόνα στο κεφάλι μου. Η επιλογή της χώρας έχει γίνει καθώς και το σημείο της εξόδου μας. Οι άνθρωποί της σκάβουν για μερόνυχτα στα σπλάχνα της γης ν’ ανοίξουν τη δίοδο κι έχουν ήδη φτάσει τόσο μακριά και ψηλά που δεν απομένουν παρά λίγα μέτρα κάτω από αυτό το ίδιο γρασίδι που πάνω του περπατούν οι Επανωκοσμίτες. Δε θ’ αργήσει να ’ρθει η ώρα που η μοίρα τους θ’ αλλάξει. Η ίδια η Βασίλισσα επιβλέπει τα έργα του τούνελ απόψε και περιμένω μήνυμα να σπεύσω κοντά της. Όταν φθάσω εκεί, αυτή η λεπτή κρούστα γης που θα με χωρίζει από το μελλοντικό βασίλειό μου θα διαρραγεί, και μ’ Εκείνην να με οδηγεί και χίλιους Εγκατωκοσμίτες να με στηρίζουν, θα επιτεθούμε αρματωμένοι, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό, θα θανατώσουμε τον αρχηγό τους, θα κυριεύσουμε τα οχυρά τους, και δε θ’ απομένει παρά να στεφθώ βασιλιάς τους μέσα σε τέσσερις συν είκοσι ώρες».