Выбрать главу

«Κεραμίδα που θα τους πέσει! Θέλω να πω σ’ εκείνους, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ευστάθιος.

«Παιδί της γρήγορης σκέψης, του θαυμαστού νου!» αναφώνησε ο Ιππότης. «Στην τιμή μου, δεν είχα κάνει τη σκέψη αυτή ποτέ μέχρι τώρα. Αντιλαμβάνομαι τι εννοείς». Για κανά δυο λεπτά, φάνηκε λίγο, μα πολύ λίγο προβληματισμένος· γρήγορα όμως το πρόσωπό του ηρέμησε και ξέσπασε σ’ ένα ακόμα ηχηρό γέλιο από τα συνηθισμένα του. «Αλλά προς τι αυτή η σοβαρότης; Δεν είναι το πιο κωμικό, το πιο γελοίο πράγμα στον κόσμο να τους σκέφτεσαι όλους αυτούς να πηγαινοέρχονται ανέμελοι σας δουλειές τους και να μη διανοούνται καν ότι κάτω από τους αγρούς τους και τα σπίτια τους, μοναχά μια οργιά πιο κάτω, ένας ολάκερος στρατός ετοιμάζεται να ξεπεταχτεί όπως το νερό απ’ το σιντριβάνι; Κι αυτοί να μην το ’χουν υποπτευθεί μέχρι την ώρα εκείνη! Να δείτε ότι κι αυτοί οι ίδιοι, μόλις χαθεί η πικρή γεύση της ήττας τους, δε θα μπορούν παρά να γελούν όταν θα το σκέφτονται!»

«Σιγά να μη γελούνε! Εμένα δε μου φαίνεται καθόλου αστείο» είπε η Τζιλ. «Εγώ νομίζω ότι γι’ αυτούς θα ’σαι σκέτος τύραννος.»

«Πώς;» είπε ο Ιππότης γελώντας ακόμα και χαϊδεύοντας το κεφάλι της με έναν τρόπο που της έδινε στα νεύρα. «Ώστε η μικρή μας δεσποσύνη έχει πολιτική σκέψη; Όμως μη φοβάσαι, γλυκιά μου. Όταν θα κυβερνήσω αυτή τη χώρα, θ’ ακολουθώ κατά γράμμα τις συμβουλές της Δέσποινάς μου, που τότε θα έχει γίνει και Βασίλισσά μου. Ο λόγος της θα είναι για μένα νόμος, κι ο λόγος ο δικός μου θα είναι νόμος για τους υποτελείς μου.»

«Στη χώρα τη δική μου» είπε η Τζιλ που όσο πέρναγε η ώρα τόσο και δεν τον χώνευε, «δεν τους έχουν και σε πολλή υπόληψη τους άντρες που οι γυναίκες τους τούς σέρνουν απ’ τη μύτη».

«Σαν αποκτήσει η ευγένεια σου σύζυγο δικό της, θ’ αλλάξει γνώμη, σου το εγγυώμαι» είπε ο Ιππότης που κατά τα φαινόμενα διασκέδαζε πολύ με όλη αυτή την κουβέντα. «Με τη Δέσποινά μου το πράγμα είναι εντελώς διαφορετικό. Νιώθω πανευτυχής να ζω ακολουθώντας τις συμβουλές της, που και στο παρελθόν με έχουν γλιτώσει από χιλιάδες κινδύνους. Δεν υπάρχει μητέρα να φρόντισε με περισσότερη τρυφερότητα το τέκνο της, απ’ όσο η Βασίλισσα εμένα. Και, προσέξτε το αυτό, μέσα σ’ όλες τις φροντίδες και τις ασχολίες της, βγήκαμε καβάλα στ’ άλογά μας στον Επάνω Κόσμο ξανά και ξανά μόνο και μόνο για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο φως του ήλιου. Όταν γίνεται αυτό, βγαίνω πάνοπλος και με την προσωπίδα μου κατεβασμένη. Κανείς δεν πρέπει να δει το πρόσωπό μου και κανείς δεν πρέπει ν’ ακούσει τη φωνή μου. Γιατί, με την τέχνη τη μαγική που εκείνη κατέχει, γνωρίζει ότι τότε δεν θα μπορέσω ποτέ να γλιτώσω από το φοβερό γήτεμα που με αλυσοδένει. Δεν είναι, λοιπόν, μια τέτοια ύπαρξη άξια να τη λατρεύει ένας άντρας;»

«Σαν να μου φαίνεται για πολύ καλή κυρία πραγματικά» είπε ο Λασπομούρμουρος με ένα ύφος που εννοούσε το αντίθετο.

Δεν είχαν αποτελειώσει το φαγητό τους, κι ένιωθαν ολότελα εξοντωμένοι από τη διήγηση του Ιππότη. Ο Λασπομούρμουρος σκεφτόταν: «Άραγε τι παιχνίδι να παίζει στην πραγματικότητα αυτή η σκρόφα στην καμπούρα αυτού του νεαρού χαζοβιόλη». Ο Ευστάθιος σκεφτόταν: «Αυτός εδώ είναι στ’ αλήθεια ένας μεγάλος μπεμπές· να ’ναι κολημμένος στη φούστα αυτής της γυναίκας. Βλάκας που είναι!» Και η Τζιλ σκεφτόταν, «Έχω τρακάρει ηλίθιους, ξιπασμένους, εγωίσταρους και γαϊδούρια, αλλά σαν κι αυτόν ποτέ!» Εκεί όμως που τέλειωναν το φαγητό τους, η διάθεση του Ιππότη άρχισε ν’ αλλάζει. Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι.