Выбрать главу

«Φίλοι μου» είπε, «πλησιάζει η ώρα μου. Ντρέπομαι που θα πρέπει να με δείτε, αλλά και τρέμω να μείνω μόνος. Αμέσως τώρα θα έρθουν και θα με δέσουν χεροπόδαρα σ’ εκείνον εκεί το θρόνο. Αλίμονο, δε γίνεται αλλιώς: γιατί μέσα στη μανία μου, έτσι μου λένε, καταστρέφω ό,τι αγγίζω».

«Δε μου λέτε» είπε ο Ευστάθιος, «βέβαια, λυπάμαι τρομερά γι’ αυτά τα μάγια που σας έχουν κάνει, αλλά μ’ εμάς τι πρόκειται να γίνει όταν θα έρθουν αυτοί οι τύποι να σας δέσουν; Κάτι λέγανε για να μας χώσουν φυλακή. Και δεν τρελαινόμαστε και πολύ με όλα αυτά τα θεοσκότεινα μπουντρούμια. Θα προτιμούσαμε χίλιες φορές να μέναμε εδώ μέχρι που εσείς να … συνέλθετε… αν επιτρέπεται, δηλαδή».

«Καλή σκέψη!» είπε ο Ιππότης. «Κατά το έθιμο δε μένει κοντά μου αυτή την άσχημη για μένα ώρα άλλος κανείς παρά μόνο η ίδια η Βασίλισσα. Κι είναι τέτοια η τρυφερή της η φροντίδα για την τιμή μου, ώστε δε θα άφηνε άλλα αυτιά από τα δικά της ν’ ακούν τα λόγια που τα χείλη μου προφέρουν την ώρα της τρέλας μου. Ωστόσο, δε μου είναι εύκολο να πείσω αυτούς που με φροντίζουν να σας επιτρέψουν να μείνετε κοντά μου. Σαν ν’ ακούω κιόλας τ’ απαλά τους βήματα πάνω στις σκάλες. Βγείτε από κείνη εκεί την πόρτα: οδηγεί στα άλλα διαμερίσματά μου. Πηγαίνετε εκεί και ή θα περιμένετε τον ερχομό μου όταν θα μ’ έχουν λύσει, ή, αν επιθυμείτε, μπορείτε να επιστρέψετε και να μείνετε μαζί μου την ώρα του παραλογισμού μου.»

Συμμορφώθηκαν με την υπόδειξή του και βγήκαν έξω από το δωμάτιο περνώντας από μια πόρτα που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν κλειστή. Και με μεγάλη τους χαρά είδαν ότι τούτη τη φορά δε βρέθηκαν μέσα σε σκοτάδια, αλλά σ’ ένα διάδρομο που φωτιζόταν. Δοκίμασαν ν’ ανοίξουν διάφορες πόρτες κι ανακάλυψαν (κάτι που το είχαν φοβερή ανάγκη) ζεστό νερό μέχρι και καθρέφτη. «Ούτε που μας πρότεινε να πλυθούμε πριν το γεύμα» είπε η Τζιλ σκουπίζοντας το πρόσωπό της. «Μα τι εγωίσταρος που είναι!»

«Θα γυρίσουμε πίσω να παρακολουθήσουμε τα μάγια ή θα μείνουμε εδώ;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Εγώ ψηφίζω να μείνουμε εδώ» είπε η Τζιλ. «Προτιμώ να μην τα δω.» Τα ’λεγε αυτά, όμως την ίδια ώρα ένιωθε να την τρώει λιγάκι η περιέργεια.

«Όχι, να πάμε πίσω» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μπορεί να φωτιστούμε λιγάκι, και νομίζω το χρειαζόμαστε. Πάω στοίχημα ότι αυτή η Βασίλισσα είναι μάγισσα και μάλιστα κακιά. Κι όσο γι’ αυτούς τους Εγκατωκοσμίτες θα μας δώσουν μια γερή κατακεφαλιά με την πρώτη ευκαιρία. Σ’ αυτή εδώ τη χώρα, μυρίζομαι μεγαλύτερους κινδύνους και απάτες και μαγείες και προδοσίες απ’ οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να ’χουμε το νου μας.»

Ξαναβγήκαν στο διάδρομο και γύρισαν πίσω. Έσπρωξαν απαλά την πόρτα, κι «Εντάξει» είπε ο Ευστάθιος εννοώντας ότι τριγύρω δεν υπήρχε κανένας του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. Ύστερα μπήκαν όλοι μέσα στο δωμάτιο όπου είχαν δειπνήσει.

Η κεντρική πόρτα τώρα ήταν κλειστή κι έκρυβε την κουρτίνα απ’ όπου είχαν περάσει όταν πρωτόρθαν. Ο ιππότης ήταν καθισμένος σ’ έναν παράξενο ασημένιο θρόνο, δεμένος στους αστραγάλους, στα γόνατα, στους ώμους, στον καρπό και στη μέση. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο και το πρόσωπό του έδειχνε γεμάτο αγωνία.

«Περάστε μέσα, φίλοι μου» είπε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά. «Ακόμα δε μ’ έχει πιάσει η κρίση. Μην κάνετε θόρυβο γιατί είπα σ’ αυτόν τον αρχιθαλαμηπόλο που έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου ότι πήγατε για ύπνο. Να το… τώρα το νιώθω να ’ρχεται. Γρήγορα! Ακούστε με όσο ελέγχω το νου μου. Όταν με πιάσει η κρίση, είναι πολύ πιθανό ν’ αρχίσω να σας ικετεύω και να εκλιπαρώ, με παρακάλια ή απειλές, να λύσετε τα δεσμά μου. Έτσι λένε ότι κάνω. Θα επικαλούμαι όλα τα ιερά και όσια κι όλα τα τρομερά για να σας πείσω. Αλλά εσείς να μη μ’ ακούτε. Κάντε την καρδιά σας πέτρα και βουλώστε τ’ αυτιά σας. Γιατί όσο είμαι δεμένος θα είστε ασφαλείς. Αν όμως τύχει και βρεθώ ποτέ λυτός κι ελεύθερός απ’ αυτόν εδώ το θρόνο, τότε το πρώτο που θα μου συμβεί είναι ότι θα με πιάσει λύσσα κι ύστερα» – κι ανατρίχιασε – «θα μεταμορφωθώ σ’ ένα σιχαμερό ερπετό».

«Μη φοβάσαι και δε σε λύνουμε» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δεν έχουμε καμιά όρεξη να ’μαστε παρέα με μανιακούς· ούτε και με φίδια.»

«Να λείπει!» είπαν ταυτόχρονα ο Ευστάθιος και η Τζιλ.

«Όμως για κοιτάτε!» είπε ψιθυριστά ο Λασπομούρμουρος. «Μην είμαστε και τόσο σίγουροι. Να ’χουμε το νου μας. Τα κάναμε ρόιδο μέχρι τώρα, μην τα ξανακάνουμε! Έτσι και τον πιάσει αυτό το πράμα, θα κάνει πονηριές, δε θέλει ρώτημα. Εμείς θα ’χουμε εμπιστοσύνη αναμεταξύ μας; Θα δώσουμε το λόγο μας πως ό,τι και να πει, εμείς δε θ’ αγγίξουμε τα σκοινιά; Ό,τι και να πει, με προσέχετε, ε;»