Выбрать главу

«Έγινε!» είπε ο Ευστάθιος.

«Με τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξω απόφαση· ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει.»

«Για σιγά! Κάτι τρέχει» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Ο Ιππότης έβγαζε βογκητά. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν το πανί και στριφογύριζε μέσα στα δεσμά του. Είτε γιατί τον λυπήθηκε, είτε για κάποιον άλλο λόγο, η Τζιλ σκέφτηκε ότι τώρα της φαινόταν πιο συμπαθητικός απ’ ό,τι πρωτύτερα.

«Αχ!» βόγκηξε. «Μάγια, μάγια… βαρύς, μπλεγμένος, παγερός, υγρός ο ιστός, τα μάγια του κακού. Θαμμένος ζωντανός. Χωμένος μέσα, κάτω από τη γη, στο βαθύ, μαύρο σκοτάδι… πόσα χρόνια πάνε;… Να είναι δέκα ή χίλια τα χρόνια που ζω μέσα σε τούτο το πηγάδι; Σκουληκάνθρωποι σούρνονται ολόγυρά μου. Ω, λυπηθείτε με. Βγάλτε με από δω. Αφήστε με να γυρίσω πίσω. Αφήστε με να νιώσω την πνοή του ανέμου, ν’ αντικρίσω τον ουρανό… Κάποτε υπήρχε μια λιμνούλα. Κοίταζες μέσα στο νερό κι έβλεπες τ’ αντιφέγγισμα των γύρω δέντρων και πιο πέρα, στο βάθος, το γαλάζιο ουρανό.»

Μιλούσε χαμηλόφωνα· ύστερα σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια του επάνω τους και με δυνατή και καθαρή φωνή είπε:

«Κάντε γρήγορα! Είμαι στα λογικά μου τώρα. Κάθε νύχτα είμαι στα λογικά μου. Αχ, ας μπορούσα να φύγω από τούτο το μαγεμένο θρόνο, και τότε να δείτε για πόσο θα κράταγε. Θα ξαναγινόμουνα άνθρωπος. Όμως κάθε βράδυ με δένουν, κι έτσι κάθε βράδυ χάνω ακόμα μια ευκαιρία. Εσείς όμως δεν είστε εχθροί μου. Δεν είμαι δικός σας φυλακισμένος. Κάντε γρήγορα! Κόψτε αυτά τα σκοινιά».

«Ακίνητοι! Ψύχραιμοι!» είπε ο Λασπομούρμουρος στα δυο παιδιά.

«Σας ικετεύω να με ακούσετε» είπε ο Ιππότης κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μιλήσει ήρεμα. «Μήπως σας έχουν πει ότι αν με ελευθερώσετε από αυτό το θρόνο θα σας σκοτώσω ή θα μεταμορφωθώ σε ερπετό; Από την έκφρασή σας, καταλαβαίνω ότι αυτό σας είπαν. Είναι ψέμα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ετούτη την ώρα έχω ξεκάθαρο μυαλό: την υπόλοιπη μέρα είναι που είμαι μαγεμένος. Εσείς δεν είστε πλάσματα του Κάτω Κόσμου ούτε και μάγοι. Γιατί πηγαίνετε με το μέρος τους; Κάντε μου τη χάρη, κόψτε τα σκοινιά.»

«Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! Ψυχραιμία!» έλεγαν ο ένας στον άλλο οι τρεις σύντροφοι.

«Αχ, η καρδιά σας είναι από πέτρα» είπε ο Ιππότης. «Πιστέψτε με, αυτή τη στιγμή έχετε μπροστά σας έναν ταλαίπωρο που έχει υποφέρει τα πάνδεινα που δε θα τ’ άντεχε η ψυχή κανενός θνητού. Τι κακό σας έχω κάνει για να είστε με το μέρος των εχθρών μου και να παρατείνετε τη δυστυχία μου; Και ο χρόνος κυλάει. Μόνο τώρα μπορείτε να με σώσετε: όταν περάσει αυτή η ώρα, θα ξαναχάσω τα λογικά μου – ένα παιχνίδι, ένα σκυλάκι σαλονιού, καλύτερα να πω μάλλον πιόνι, υποχείριο τής πιο διαβολικής μάγισσας που σχεδίασε τις συμφορές των ανθρώπων. Κι απ’ όλες τις νύχτες, ετούτη εδώ, που λείπει κι είναι μακριά! Μου αφαιρείτε μια ευκαιρία που μπορεί ποτέ να μην ξανάρθει.»

«Τι φοβερό πράμα. Μακάρι να μην είχαμε έρθει ώσπου να του πέρναγε» είπε η Τζιλ.

«Ψυχραιμία!» είπε ο Λασπομούρμουρος.

Η φωνή του φυλακισμένου τώρα ήταν δυνατή, στριγκιά. «Αφήστε με λοιπόν να φύγω. Δώστε μου το σπαθί μου. Το σπαθί μου! Ας ελευθερωθώ και θα πάρω τέτοια εκδίκηση που τα όντα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης θα τη θυμούνται για χιλιάδες χρόνια!»

«Τώρα τον πιάνει η τρέλα» είπε ο Ευστάθιος. «Ελπίζω να κρατάνε τα σκοινιά».

«Ναι» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Έτσι και τον άφηνε ελεύθερο κανείς τώρα, θα ’χε διπλή τη φυσική του δύναμη. Και δεν τα πάω καθόλου καλά με τούτο το σπαθί μου. Θα μας συγυρίσει και τους δυο, δε θέλει ρώτημα· και θα μείνει η Πόουλ μονάχη της να τα βγάλει πέρα με το φίδι.»

Ο φυλακισμένος τώρα αγωνιζόταν με τέτοια δύναμη να ξεσφίξει τα δεσμά του, που τα σκοινιά κόπηκαν στον καρπό του χεριού και στους αστραγάλους. «Έχετε υπόψη σας» είπε, «έχετε υπόψη σας, πως μια βραδιά κατάφερα και τα έσπασα. Όμως τότε η μάγισσα ήταν κοντά μου. Δε θα την έχετε απόψε να σας βοηθήσει. Ελευθερώστε με τώρα, και θα είμαι φίλος σας. Αλλιώς, εχθρός σας μέχρι θανάτου».

«Έξυπνο κόλπο, έτσι;» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Μια για πάντα» είπε ο φυλακισμένος, «σας εξορκίζω να με ελευθερώσετε. «Μα τους φόβους και τους πόθους όλους, μα τον λαμπερό ουρανό στον Επάνω Κόσμο, μα το μεγάλο Λιοντάρι, μα τον ίδιο τον Ασλάν, σας καθιστώ υπεύθυνους…»

«Οχ!» πάτησαν τη φωνή κι οι τρεις σύντροφοι σαν να τους τσίμπησε βελόνα. «Το σημάδι!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Ήταν οι λέξεις στο σημάδι» είπε ο Ευστάθιος πιο επιφυλακτικά. «Οχ, τι θα κάνουμε τώρα;» είπε η Τζιλ.

Το δίλημμά τους ήταν φοβερά. Και που δώσαν υπόσχεση ο ένας στον άλλο πως με τίποτα δε θα λευτερώνανε τον Ιππότη τι νόημα είχε, αφού τώρα ήταν κιόλας έτοιμοι να την αθετήσουν με το πρώτο που επικαλέσθηκε κάποιο όνομα σημαντικό. Από την άλλη μεριά, τι το όφελος να μάθουν τα σημάδια αν ήταν να μην τα ακολουθούν; Ήταν όμως δυνατόν να περίμενε ο Ασλάν να λύσουν κάποιον – και μάλιστα παρανοϊκό – επειδή το ζήτησε στ’ όνομά του; Να ήταν απλή σύμπτωση; Κι αν η Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης είχε μάθει για τα σημάδια κι είχε βάλει τον Ιππότη να πετάξει τ’ όνομα του Ασλάν για να τους παγιδεύσει; Όμως πάλι, αν αυτό ήταν το πραγματικό σημάδι;… Τα είχαν που τα είχαν κάνει μούσκεμα στα άλλα τρία· δε σήκωνε να τα κάνουν μούσκεμα και στο τέταρτο.