Выбрать главу

«Αχ, αν ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε!» είπε η Τζιλ.

«Νομίζω πως ξέρουμε και παραξέρουμε» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Θες να πεις ότι όλα θα πάνε καλά αν τελικά τον λύσουμε;» είπε ο Ευστάθιος.

«Δεν ξέρω γι’ αυτό» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Βλέπεις, ο Ασλάν δεν της είπε της Πόουλ τι θα συνέβαινε. Της είπε μοναχά τι πρέπει να κάνει. Αυτός ο τύπος, έτσι και σταθεί στα πόδια του, θα μας ξεκάνει, δε θέλει ρώτημα. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι ξεμπερδεύουμε με το σημάδι.»

Στέκονταν και κοιτάζονταν με μάτια που πετάγαν σπίθες. Ήταν μια φοβερή στιγμή. «Λοιπόν!» είπε ξαφνικά η Τζιλ. «Ας τελειώνουμε. Γεια χαρά στον καθένα…!» Και χαιρετήστηκαν. Ο Ιππότης τώρα στρίγκλιζε· αφροί έβγαιναν από το στόμα του.

«Έλα, λοιπόν, Στούμποου» φώναξε ο Λασπομούρμουρος. Κι οι δυο τους τράβηξαν τα σπαθιά τους και ζύγωσαν τον αιχμάλωτο.

«Στο όνομα του Ασλάν!» είπαν κι οι δυο μαζί κι άρχισαν μεθοδικά να κόβουν τα σκοινιά. Μόλις λευτερώθηκε ο φυλακισμένος, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Άρπαξε το δικό του σπαθί (που του το ’χαν πάρει κι ακουμπησει πάνω στο τραπέζι) και το τράβηξε από το θηκάρι.

«Πρώτα εσύ!» φώναξε κι όρμησε κατά τον ασημένιο θρόνο. Θα πρέπει να ήταν φοβερό σπαθί. Το ασήμι διαλύθηκε στην κόψη του σαν να ’τανε χαρτί. Δεν απόμειναν παρά μερικά στραπατσαρισμένα κομμάτια, που λαμπύριζαν πάνω στο πάτωμα. Ωστόσο κάτι παράξενο συνέβαινε: από τα θρύψαλα του ασημένιου θρόνου έβγαινε μια δυνατή λάμψη, ένας ήχος όπως της μακρινής βροντής, και (για κάποιο λεπτό) μια δυσάρεστη οσμή.

«Μείνε εκεί, μιερό εργαλείο μαγείας!» είπε. «Δεν μπορεί πλέον η αφέντρα σου να σε χρησιμοποιήσει για άλλο θύμα!» Μετά γύρισε και κοίταξε καλά καλά τους σωτήρες του· κι εκείνο που «δεν πήγαινε καλά» στην έκφρασή του, ό,τι και να ’ταν αυτό, είχε εξαφανιστεί πια από το πρόσωπό του.

«Μα τι βλέπω!» φώναξε σαν είδε το Λασπομούρμουρο. «Έχω μπροστά μου ένα Βαλτο-Ψηλολέλεκα – έναν αληθινό, ζωντανό, τίμιο Ναρνιανό Βαλτο-Ψηλολέλεκα;»

«Α, ώστε έχεις ξανακούσει για τη Νάρνια! Μίλα λοιπόν!» είπε η Τζιλ.

«Την είχα λησμονήσει όσο διαρκούσαν τα μάγια;» ρώτησε ο Ιππότης. «Ε, τέλος πια μ’ όλα ετούτα τα γητέματα. Μπορείτε να μάθετε τώρα ότι την ξέρω τη Νάρνια γιατί είμαι ο Ριλιανός, Πρίγκιπας της Νάρνια και πατέρας μου είναι ο Κασπιανός ο Μεγάλος Βασιλιάς.»

«Υψηλότατε!» είπε ο Λασπομούρμουρος κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση (που μιμήθηκαν και τα παιδιά), «δε μας φέρνει ως εδώ λόγος άλλος παρά ν’ αναζητήσουμε εσένα».

«Και ποιοι είναι οι άλλοι δυο απελευθερωτές μου;» ρώτησε ο Πρίγκιπας γυρνώντας κατά τον Ευστάθιο και την Τζιλ.

«Εμάς, Υψηλότατε, μας έστειλε ο ίδιος ο Ασλάν από το τέρμα του κόσμου για να σας βρούμε» είπε ο Ευστάθιος. «Εγώ λέγομαι Ευστάθιος και παλιότερα είχα ταξιδέψει με τον Ασλάν μέχρι το νησί Ραμάντου.»

«Χρωστάω και στους τρεις σας βαθιά ευγνωμοσύνη. Ποτέ μου δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω αυτό που κάνατε για μένα» είπε ο Πρίγκιπας Ριλιανός. «Όμως μιλήστε μου για τον πατέρα μου. Ζει ακόμα;»

«Πριν φύγουμε από τη Νάρνια, κίνησε για τ’ ανατολικά, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Η ευγένειά σου πρέπει να ’χει υπόψη της πως ο Βασιλιάς μας γέρασε. Χίλια τα εκατό να μην τ’ αντέξει τούτο το ταξίδι.»

«Γέρασε, είπες. Πόσον καιρό λοιπόν είναι που βρίσκομαι στα χέρια αυτής της μάγισσας;»

«Έχουν περάσει δέκα χρόνια, Υψηλότατε, από τότε που χαθήκατε μέσα στο δάσος στα βόρεια της Νάρνια.»

«Δέκα χρόνια!» είπε ο Πρίγκιπας, περνώντας το χέρι πάνω από το πρόσωπό του σαν να ’θελε να διώξει τα παλιά. «Ναι, το πιστεύω. Τώρα που ξανάβρα τα λογικά μου μπορώ να τα θυμηθώ όλα αυτά τα χρόνια που ήμουνα μαγεμένος. Αντίθετα, όταν ήμουνα μαγεμένος δεν μπορούσα να θυμηθώ τον πραγματικό εαυτό μου. Και τώρα, καλοί μου φίλοι – αλλά για σταθείτε! Ακούω βήματα στις σκάλες (τι ανατριχιαστικό αυτό το αλαφροπάτημα σαν από μαλλιαρές πατούσες! Τι αηδία!) Αμπάρωσε την πόρτα, αγόρι. Ή μάλλον όχι. Μου ’ρθε μια καλύτερη ιδέα. Θα τους ξεγελάσω τους Εγκατωκοσμίτες φτάνει να μου δώσει καμιά έμπνευση κι ο Ασλάν. Προσέξτε τι θα κάνω.»

Προχώρησε με αποφασιστικότητα κατά την πόρτα και την άνοιξε φαρδιά πλατιά.