ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Η Βασίλισσα της Χώρας στα Έγκατα της Γης
Εμφανίστηκαν δυο πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, αλλά, αντί να μπουν μέσα στο δωμάτιο στήθηκαν στα πλάγια της πόρτας κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Κι αμέσως παρουσιάστηκε το μόνο πρόσωπο που δεν περίμεναν ούτε κι είχαν καμιά όρεξη να δουν: την Κυρία με το Πράσινο Πέπλο, τη Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. Στάθηκε στην πόρτα στήλη άλατος. Τα μάτια της πιάσαν στα γρήγορα την κατάσταση – τους τρεις ξένους, τον ασημένιο θρόνο σμπαραλιασμένο και τον Πρίγκιπα λυμένο, με το σπαθί στο χέρι.
Έγινε κάτασπρη σαν το πανί· όμως η Τζιλ σκέφτηκε ότι δεν είχε την ασπρίλα της τρομάρας που πιάνει μερικούς, αλλά της οργής. Για λίγο, η Μάγισσα κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στον Πρίγκιπα· κι ήταν ένα βλέμμα φονικό. Ύστερα φάνηκε ν’ αλλάζει γνώμη.
«Αφήστε μας» είπε στους δυο φρουρούς. «Και μην επιτρέψετε σε κανέναν να μας ενοχλήσει· θα τιμωρηθεί με θάνατο.» Εκείνοι υπάκουσαν κι αλαφροπατώντας βγήκαν έξω. Η Μάγισσα-Βασίλισσα κλειδαμπάρωσε την πόρτα.
«Πες μου, λοιπόν, Πρίγκιπά μου» είπε. «Δεν σ’ έπιασε ακόμα η βραδινή σου κρίση, ή μήπως την ξεπέρασες κιόλας; Και πώς στέκεις έτσι λυμένος; Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι; Μήπως είναι αυτοί που κατέστρεψαν το θρόνο, τη μοναδική σου ασφάλεια;»
Ο Πρίγκιπας Ριλιανός ανατρίχιασε σύγκορμος καθώς την άκουγε να μιλάει. Και όχι δίχως λόγο: δεν είναι κι εύκολο πράμα μέσα σ’ ένα μισάωρο να λύσεις τα μάγια που σε δέναν εδώ και δέκα χρόνια. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, είπε:
«Κυρία μου, αυτός ο θρόνος είναι άχρηστος πλέον. Κι εσύ που τόσες φορές μου είχες πει πόσο πολύ με λυπόσουνα για το ξόρκια που μ’ έδεναν, θα χαρείς, το δίχως άλλο, να μάθεις πως όλα τέλειωσαν για πάντα. Καθώς φαίνεται, κάποιο λάθος θα ’γινε στον τρόπο θεραπείας από την ευγένειά σου. Με απελευθέρωσαν αυτοί εδώ, φίλοι μου αληθινοί. Τώρα είμαι στα λογικά μου κι έχω δυο πράματα να σου πω: Πρώτον, θα θυμάται η ευγένειά σου το σχέδιό της να με βάλει επικεφαλής μιας στρατιάς του Κόσμου στα Έγκατα της Γης για να κάνω έφοδο στον Επάνω Κόσμο κι εκεί, με τη βία, να γίνω βασιλιάς σε κάποια χώρα που δε μ’ έβλαψε ποτέ. Κι αυτό δολοφονώντας τους φυσικούς της άρχοντες κι έτσι κατακτώντας το θρόνο τους σαν ένας αιμοσταγής και ξένος τύραννος. Τώρα που έχω συνέλθει, βρίσκω το σχέδιο ειδεχθές και αποκηρύσσω τη σύμπραξή μου σε μια τέτοια κακοήθεια. Και δεύτερον: είμαι γιος του Βασιλιά της Νάρνια, ο Ριλιανός, ο μοναδικός απόγονος του Κασπιανού του Δέκατου, που μερικοί αποκαλούν Κασπιανό τον Ποντοπόρο. Επομένως, Κυρία μου, είναι σκοπός μου, καθώς επίσης και καθήκον μου, ν’ αναχωρήσω πάραυτα από την αυλή της εξοχότητάς σου και να σπεύσω στη χώρα μου. Σου ζητώ σαν χάρη να εξασφαλίσεις σ’ εμένα και στους φίλους μου ασφαλή επιστροφή παραχωρώντας μας κι έναν οδηγό που θα μας βγάλει μέσα από το σκοτεινό σου βασίλειο».
Τ’ άκουγε όλα αυτά η Μάγισσα δίχως να βγάλει μιλιά. Μοναχά περιδιάβαινε με χάρη μέσα στο δωμάτιο, έχοντας το πρόσωπο συνέχεια γυρισμένο κατά τον Πρίγκιπα και τη ματιά της καρφωμένη πάνω του. Σαν έφτασε κοντά σ’ ένα κασελάκι κολλητά στον τοίχο, όχι μακριά από το τζάκι, το άνοιξε και πρώτα πήρε μια χούφτα πράσινης σκόνης. Μετά την έριξε στη φωτιά. Δεν έβγαλε μεγάλη λάμψη παρά μια πολύ γλυκιά και μεθυστική ευωδιά. Κι όσο διαρκούσε η κουβέντα, αυτή η ευωδιά γινόταν εντονότερη ώσπου πλημμύρισε το δωμάτιο και σου δυσκόλευε τη σκέψη. Ύστερα, πήρε ένα μουσικό όργανο που έμοιαζε κάπως με μαντολίνο κι άρχισε να παίζει. Τα δάχτυλά της γρατσούνιζαν ένα μονότονο σκοπό που ύστερα από λίγο ούτε που τον πρόσεχες. Όμως, όσο λιγότερο τον πρόσεχες τόσο βαθύτερα χωνόταν στο μυαλό σου και στο αίμα σου. Κι αυτό σ’ εμπόδιζε να σκεφτείς. Αφού ταλαιπώρησε τις χορδές για κάμποση ώρα (κι η γλυκιά εκείνη ευωδιά είχε γίνει πολύ έντονη) άρχισε να μιλάει με μια πολύ γλυκιά, ήρεμη φωνή.
«Νάρνια;» είπε. «Νάρνια; Πολλές φορές, στα όνειρά σου, σε είχα ακούσει, Κύριέ μου, να προφέρεις αυτή τη λέξη. Όμως, καλέ μου Πρίγκιπα, θα πρέπει να είσαι σοβαρά άρρωστος. Δεν υπάρχει καμιά χώρα να λέγεται Νάρνια.»
«Εμ, έλα που υπάρχει, Κυρία μου!» πετάχτηκε ο Λασπομούρμουρος. «Βλέπεις τυχαίνει να ζω εκεί από γεννησιμιού μου.»
«Αλήθεια;» είπε η Μάγισσα. «Πες μου, παρακαλώ σε, πού βρίσκεται αυτή η χώρα;»
«Πάνω κει» είπε θαρρετά ο Λασπομούρμουρος δείχνοντας πάνω απ’ το κεφάλι του. «Ε, δηλαδή, κάπου κατά κει.»
«Μα τι ακούω!» είπε η Βασίλισσα, μ’ ένα καλοσυνάτο, απαλό, μελωδικό γέλιο. «Ώστε λοιπόν υπάρχει κάποια χώρα εκεί ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες και στη λάσπη της οροφής;»
«Όχι εκεί, ντε» είπε ο Λασπομούρμουρος παλεύοντας ν’ ανασάνει. «Θέλω να πω… στον Επάνω Κόσμο.»