Выбрать главу

«Και πού και τι είναι αυτό, παρακαλώ… το πώς το είπατε… ο Επάνω Κόσμος

«Όχου! Δεν μας παρατάς λέω εγώ!» είπε ο Ευστάθιος που πάλευε ν’ αντισταθεί στο γήτεμα από την ευωδιά και το γρατσούνισμα. «Την ξέρεις και την παραξέρεις αυτή τη χώρα! Επάνω είναι· πάνω ψηλά, εκεί που μπορείς να δεις και ουρανό και ήλιο κι αστέρια. Αφού έχεις πάει κι εσύ η ίδια. Εκεί δε συναντηθήκαμε;»

«Σε καλό σου, αγόρι μου μικρό» γέλασε η Μάγισσα (και πιο όμορφο γέλιο δεν ακούστηκε ποτέ). «Ούτε που θυμάμαι να συναντηθήκαμε ποτέ. Βέβαια ανταμώνουμε φίλους σε παράξενους χώρους όταν ονειρευόμαστε. Δεν μπορείς όμως ν’ απαιτείς να το θυμούνται και οι άλλοι λες και βλέπουν όλοι τα ίδια όνειρα!»

«Κυρία μου» είπε ο Πρίγκιπας αυστηρά, «μόλις πριν πληροφόρησα την ευγένειά σας ότι είμαι ο γιος του Βασιλιά της Νάρνια».

«Και πράγματι θα είσαι, φίλε μου!» είπε η Μάγισσα με μια φωνή γαλίφικη έτσι όπως όταν θες να ξεγελάσεις ένα μικρό παιδί. «Και θα ’λεγα πως στις φαντασιώσεις σου θα ’σαι βασιλιάς σε πολλές χώρες, όχι σε μια.»

«Κι αν θες να ξέρεις μάλιστα, έχουμε πάει εκεί» πετάχτηκε η Τζιλ. Είχε τα νεύρα της γιατί καταλάβαινε ότι την πιάνανε τα μάγια κάθε λεπτό που περνούσε. Βέβαια και μόνο το γεγονός ότι ακόμα τα ένιωθε σήμαινε ότι δεν την είχαν πιάσει για τα καλά.

«Κι εσύ, ομορφούλα, θα είσαι η Βασίλισσα της Νάρνια το δίχως άλλο» είπε η Μάγισσα με ένα ύφος όλο μαλαγανιά και ψιλοειρωνεία.

«Σιγά να μην είμαι» είπε η Τζιλ χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα. «Εμείς είμαστε από άλλο κόσμο.»

«Ώστε έτσι! Ακόμα πιο ενδιαφέρον!» είπε η Μάγισσα. «Πες μας, λοιπόν, μικρή μου, πού βρίσκεται αυτός ο άλλος κόσμος. Ποια καράβια και ποιες άμαξες ενώνουν τους κόσμους μας;»

Εκείνη τη στιγμή βέβαια στο μυαλό της Τζιλ ήρθαν ένα σωρό πράματα: η Πειραματική Σχολή, η Αδέλα Πενιφάδερ, το σπίτι της, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος, τ’ αυτοκίνητα, τ’ αεροπλάνα, τα καταστήματα, οι ουρές. Ωστόσο όλα φαίνονταν μακρινά και ξεθωριασμένα. (Και δώστου οληώρα ντρουν-ντρουν-ντρουν η Μάγισσα στις χορδές του μαντολίνου.) Η Τζιλ όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς τα λέγαν όλα αυτά τα πράματα στον κόσμο μας. Και τούτη τη φορά δεν της πέρασε απ’ το μυαλό ότι φταίγαν τα μάγια, γιατί πια τα μάγια είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους· και φυσικά, όσο πιο μαγεμένος είσαι τόσο πιο σίγουρος νιώθεις πως δεν είσαι διόλου μαγεμένος. Ακούστηκε λοιπόν να λέει (και κείνη την ώρα έκανε πολύ καλά που το ’πε):

«Μα όχι. Νομίζω πως αυτός ο άλλος κόσμος θα ’ναι κάποιο όνειρο».

«Και βέβαια είναι όνειρο» είπε η Μάγισσα συνεχίζοντας να γρατσουνάει τις χορδές.

«Ναι, κάποιο όνειρο» ξανάπε η Τζιλ.

«Ποτέ δεν υπήρξε τέτοιος κόσμος» είπε η Μάγισσα.

«Όχι» είπαν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος. «Δεν υπήρξε τέτοιος κόσμος.»

«Ποτέ δεν υπήρξε άλλος κόσμος παρά μόνο ο δικός μου» είπε η Μάγισσα.

«Ποτέ δεν υπήρξε άλλος κόσμος παρά μόνο ο δικός σου» είπαν και τα παιδιά.

Ο Λασπομούρμουρος αντιστεκόταν ακόμα. «Δεν έχω καλοκαταλάβει τι θέλετε όλοι σας να πείτε με τη λέξη κόσμος» είπε, μιλώντας με δυσκολία σαν να μην είχε αέρα ν’ ανασάνει. «Δεν πά’ να κοπανάς εσύ το βιολάκι σου μέχρι να σου ξεραθούν τα δάχτυλα! Εγώ θα συνεχίσω να θυμάμαι τη Νάρνια! Κι αν θες να ξέρεις, κι ολάκερο τον Επάνω Κόσμο. Δε θα τον ματαδούμε, δε θέλει ρώτημα. Μπορεί να τον έχεις σβήσει από το χάρτη ή να τον έχεις κάνει μαύρο κι άραχνο σαν τούτον εδώ. Το πιο πιθανό. Αυτό που ξέρω όμως εγώ είναι ότι κάποτε ζούσα εκεί. Έχω δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Έχω δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει στην άκρη της θάλασσας και να βουτάει πίσω από τα βουνά το δειλινό. Και τον έχω δει μεσούρανα να με τυφλώνει με τη λάμψη του.»

Τα λόγια του Λασπομούρμουρου λειτούργησαν σαν διεγερτικό. Οι άλλοι τρεις ξανάρχισαν αμέσως ν’ ανασαίνουν και να κοιτάζονται θαρρείς κι είχαν μόλις ξυπνήσει.

«Μα ναι!» φώναξε ο Πρίγκιπας. «Και βέβαια! Να ’χεις την ευλογία του Ασλάν, καλέ μου Βαλτο-Ψηλολέλεκα. Τούτα τα τελευταία λεπτά ονειρευόμασταν όλοι μας. Μα πώς ήταν δυνατό να το ξεχάσουμε; Και βέβαια έχουμε δει τον ήλιο.»

«Αν τον έχουμε δει λέει!» είπε ο Ευστάθιος. «Να ’σαι καλά, μωρέ Λασπομούρμουρε! Σαν να μου φαίνεται πως είσαι ο μόνος που ’χει λίγο μυαλό εδώ μέσα.»

Και τότε ακούστηκε η φωνή της Μάγισσας. Έμοιαζε με φωνή περιστέρας που σιγανογουργουρίζει πάνω στις ψηλές φτελιές σε κήπο παλιού αρχοντικού, ώρα τρεις, νυσταλέο απομεσήμερο μες στο κατακαλόκαιρο. Και είπε:

«Και τι είναι αυτός ο ήλιος που αναφέρετε όλοι σας; Σημαίνει κάτι αυτή η λέξη;»

«Σημαίνει και παρασημαίνει» είπε ο Ευστάθιος.

«Εξηγείστε μου, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται;» είπε η Μάγισσα (και δώστου ντρουν ντρουν ντρουν, το βιολί της αυτή).