«Με την άδειά σου» είπε ο Πρίγκιπας πολύ ψυχρά και ευγενικά. «Τη βλέπεις εκείνη τη λάμπα; Είναι σφαιρική και κίτρινη και φωτίζει όλο το δωμάτιο· και κρέμεται επίσης από την οροφή. Λοιπόν αυτό το πράμα που αποκαλούμε ήλιο είναι σαν τη λάμπα, μόνο πολύ πιο μεγάλη και λαμπερή. Φωτίζει ολόκληρο τον Επάνω Κόσμο και κρέμεται από τον ουρανό.»
«Κρέμεται από πού είπες, Κύριέ μου;» ρώτησε η Μάγισσα· και τότε, ενώ όλοι σκέφτονταν τι απάντηση να της δώσουν, εκείνη πρόσθεσε, μ’ εκείνα τα απαλά, ασημένια γέλια που ήξερε: «Τα βλέπετε; Όταν προσπαθείτε να σκεφτείτε καθαρά τι πράμα πρέπει να ’ναι αυτός ο ήλιος, δεν τα καταφέρνετε. Το μόνο που μου λέτε είναι πως μοιάζει με λάμπα. Άρα ο ήλιος σας είναι ένα όνειρο· και στ’ όνειρο αυτό είδατε ένα αντίγραφο της λάμπας. Η λάμπα είναι κάτι αληθινό· ο ήλιος δεν είναι παρά ένα παραμύθι για μικρά παιδιά».
«Ναι, τώρα το κατάλαβα» είπε η Τζιλ με βαριά, απελπισμένη φωνή. «Έτσι θα πρέπει να ’ναι.» Το ’λεγε και το ’βρισκε και πολύ λογικό.
Με αργή και σοβαρή φωνή η Μάγισσα ξανάπε: «Δεν υπάρχει ήλιος». Δε μίλησε κανείς. Εκείνη επανέλαβε με πιο απαλή και βαθιά φωνή. «Δεν υπάρχει ήλιος.» Ύστερα από κάποια παύση, και κάποιο αγώνα στο μυαλό τους μέσα, είπαν και οι τέσσερις μαζί. «Δίκιο έχει. Δεν υπάρχει ήλιος.» Τι ανακούφιση που παραδόθηκαν και το παραδέχτηκαν.
«Ποτέ δεν υπήρξε ήλιος» είπε η Μάγισσα.
«Όχι. Ποτέ δεν υπήρξε ήλιος» είπε ο Πρίγκιπας και ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας και τα παιδιά.
Τα τελευταία λίγα λεπτά, η Τζιλ είχε την αίσθηση ότι έπρεπε να βάλει τα δυνατά της να θυμηθεί κάτι. Κι εκείνη τη στιγμή το κατάφερε. Ωστόσο ήταν πολύ επικίνδυνο να το πει. Ένιωθε τα χείλια της κλειδωμένα. Τελικά, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε και είπε:
«Υπάρχει ο Ασλάν!»
«Ο Ασλάν;» είπε η Μάγισσα, γρατσουνώντας όσο πιο γρήγορα γινόταν τις χορδές. «Τι ωραίο όνομα! Τι σημαίνει;»
«Ο Ασλάν είναι το μεγάλο Λιοντάρι που μας κάλεσε να έρθουμε από τον κόσμο μας» είπε ο Ευστάθιος, «και μας έστειλε σε τούτον εδώ για να βρούμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό».
«Τι είναι το λιοντάρι;» ρώτησε η Μάγισσα.
«Να τα μας πάλι!» είπε ο Ευστάθιος. «Δεν το ξέρεις; Πώς να της το περιγράψουμε τώρα. Έχεις δει ποτέ σου γάτα;»
«Μα φυσικά» απάντησε η Βασίλισσα. «Τις λατρεύω τις γάτες.»
«Ε, λοιπόν. Το λιοντάρι είναι λίγο – πολύ λίγο, έχε υπόψη σου – σαν τεράστια γάτα με χαίτη. Δηλαδή, όχι σαν τη χαίτη του αλόγου, ξέρεις, ε; Θυμίζει περισσότερο την περούκα που φοράνε οι δικαστές. Και είναι κίτρινη. Και τρομερά δυνατή.»
Η Μάγισσα κούνησε το κεφάλι της. «Κατάλαβα» είπε, «όσο κατάλαβα για τον περίφημο ήλιο σας, άλλο τόσο κατάλαβα τώρα για το λιοντάρι σας. Έχετε δει λάμπες, και στη φαντασία σας φτιάξατε μια μεγαλύτερη και πιο λαμπερή λάμπα και της δώσατε το όνομα ήλιος. Έχετε δει γάτες, και τώρα ονειρεύεστε μια μεγαλύτερη και ομορφότερη γάτα και θέλετε να της δώσετε το όνομα λιοντάρι. Ωραία είναι όλα αυτά αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν είναι της ηλικίας σας πράματα. Και προσέξτε και τούτο: τίποτα καινούριο δεν μπορείτε να φτιάξετε με τη φαντασία σας παρά μόνο αντίγραφα από τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο το δικό μου που είναι και ο μοναδικός. Όσο για σένα, Πρίγκιπά μου, εσύ που είσαι ένας ώριμος άντρας πια, ντροπή σου! Δεν ντρέπεσαι μ’ αυτά τα καμώματα; Σύνελθετε, όλοι σας. Βάλτε στην άκρη όλα αυτά τα παιδιάστικα κόλπα. Σας έχω δουλειά στον αληθινό κόσμο. Δεν υπάρχει καμιά Νάρνια, κανένας Επάνω Κόσμος, κανένας ουρανός, κανένας ήλιος, κανένας Ασλάν. Ελάτε, ελάτε! Όλοι για ύπνο! Κι από αύριο, ας σοβαρευτούμε πια. Μα πρώτα έναν καλό ύπνο· ένα βαθύ ύπνο, σε μαλακά μαξιλάρια, έναν ύπνο χωρίς ανόητα όνειρα.»
Ο Πρίγκιπας και τα δυο παιδιά στέκονταν με το κεφάλι κρεμασμένο, τα μάγουλα ξαναμμένα, τα μάτια μισόκλειστα· δίχως ίχνος δύναμης πλέον. Τα μάγια είχαν πιάσει ολοκληρωτικά σχεδόν. Ο Λασπομούρμουρος όμως έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να μαζέψει όση δύναμη του είχε απομείνει και πήγε κατά τη φωτιά. Και τότε έκανε κάτι πολύ γενναίο. Ήξερε ότι δε θα πονούσε όσο ένας άνθρωπος· γιατί τα πόδια του (που ήταν γυμνά) ήταν πετσωμένα και σκληρά και ψυχρόαιμα σαν της πάπιας. Ήξερε ωστόσο ότι θα ένιωθε αρκετά δυνατό πόνο· και τον ένιωσε. Έβαλε το γυμνό του πόδι πάνω στη φωτιά και πάτησε με δύναμη, θρυμματίζοντας μπόλικα καμένα ξύλα που σκόρπισαν σε στάχτες. Κι αμέσως έγιναν τρία πράματα.
Πρώτον, μειώθηκε εντυπωσιακά εκείνη η γλυκιά και βαριά ευωδιά. Γιατί, μολονότι η φωτιά δεν είχε ολότελα σβηστεί, παρά μόνο ένα μέρος, ό,τι είχε απομείνει μύριζε έντονα τσουρουφλισμένο βαλτο-ψηλολέλεκα, που δεν ήταν και κανένα θεσπέσιο άρωμα. Στη στιγμή ξεκαθάρισε το μυαλό τους. Ο Πρίγκιπας και τα δυο παιδιά όρθωσαν το κεφάλι ξανά κι άνοιξαν τα μάτια.