Выбрать главу

Δεύτερον, η Μάγισσα με μια δυνατή, άγρια φωνή, που δεν είχε καμιά σχέση μ’ εκείνη τη γλυκιά που μέχρι τώρα είχαν ακούσει, τσίριξε: «Τι κάνεις εκεί; Για τόλμησε να ξαναπειράξεις τη φωτιά μου, βρομολασπιάρη, και θα κάνω να τρέχει φωτιά μέσα στις φλέβες σου αντί για αίμα».

Τρίτον, με τον πόνο αυτό που ένιωσε ο Λασπομούρμουρος, ένιωσε συνάμα να ξεκαθαρίζει το μυαλό του τόσο ώστε να έχει απόλυτη συνείδηση αυτού που πραγματικά σκεφτόταν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό για να λυθούν ορισμένα μάγια από ένα γερό σοκ πόνου.

«Μοναχά μια λέξη, Κυρία μου» είπε καθώς ερχόταν από τη φωτιά κουτσαίνοντας από τον πόνο. «Μια λέξη. Όλα όσα μας είπες είναι πολύ σωστά. Δε θέλει ρώτημα. Εγώ είμαι ένας τύπος που συνήθως βλέπω τα πράματα απ’ τη χειρότερη τους όψη κι ύστερα χαίρομαι να τα βλέπω απ’ την καλύτερη. Έτσι, λοιπόν, δε θ’ αρνηθώ τα όσα είπες. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ακόμα κάτι. Ας πούμε ότι όλα αυτά τα πράματα – τα δέντρα, το γρασίδι, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια κι αυτόν ακόμα τον Ασλάν – τα έχουμε μοναχά ονειρευτεί, ότι τα έχουμε βγάλει από το μυαλό μας. Ας πούμε ότι είναι έτσι. Ε, λοιπόν, τότε, ένα έχω να πω: όσα έχουμε κατεβάσει απ’ το μυαλό μας μοιάζουν πολύ πιο σπουδαία από τα πραγματικά. Ας πούμε πως τούτο το μαύρο λαγούμι που ’ν’ το βασίλειό σου είναι ο μοναδικός κόσμος που υπάρχει. Ε, τότε, το μόνο που μπορώ να πω είναι αλίμονο μας. Είναι στ’ αλήθεια πολύ αστείο αν το καλοσκεφτείς. Λες πως δεν είμαστε παρά τέσσερα παιδιά που κατεβάσαμε απ’ την γκλάβα μας ένα παιχνίδι. Να όμως που τέσσερα παιδιά μπορούν με το παιχνίδι τους να φτιάξουν έναν κόσμο που μπροστά του ο δικός σου δεν πιάνει χαρτωσιά. Γι’ αυτό, λοιπόν, εγώ θα πάω με το μέρος αυτού του κόσμου που βγήκε από τούτο το παιχνίδι. Πάω με το μέρος του Ασλάν κι ας μην υπάρχει κανένας Ασλάν να τον διαφεντεύει. Εγώ σκοπεύω να ζήσω ως Ναρνιανός ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμιά Νάρνια. Δε μένει λοιπόν παρά να σ’ ευχαριστήσουμε για το ωραίο δείπνο και, εφόσον οι δυο κύριοι και η νεαρή δεσποινίς είναι έτοιμοι, αναχωρούμε από την αυλή σου τούτη δα τη στιγμή και ξεκινάμε μέσα στο σκοτάδι μ’ ένα σκοπό στη ζωή μας: να ψάξουμε να βρούμε τον Επάνω Κόσμο. Όχι πως θα ζήσουμε και αιώνια. Δεν το νομίζω· μα δε θα χάσουμε και τίποτα αν ο κόσμος είναι τόσο απαίσιος καταπώς μας τα λες.»

«Ζήτω! Καλέ μου Λασπομούρμουρε» φώναξαν ο Ευστάθιος και η Τζιλ. Μα ξαφνικά ο Πρίγκιπας πάτησε μια δυνατή φωνή, «Το νου σας! Προσοχή στη Μάγισσα!»

Κι όταν γύρισαν να τη δουν, τα ’χασαν.

Το μουσικό όργανο που κρατούσε έπεσε από τα χέρια της. Τα μπράτσα της θαρρείς και κόλλησαν στα πλευρά της. Τα πόδια της μπλέχτηκαν το ’να με τ’ άλλο κι οι πατούσες σαν να εξαφανίστηκαν. Η μακριά ουρά τής πράσινης φούστας της έγινε σκληρή και στέρεη κι έμοιαζε σαν να ήταν πια ένα σώμα με τα μπλεγμένα της πόδια που τώρα είχαν γίνει μια πράσινη στήλη που σπαρταρούσε. Κι ετούτη η πράσινη στήλη που σπαρταρούσε έκανε καμπύλες και στριψίματα λες και δεν υπήρχαν αρμοί, ή, θα μπορούσες να πεις πως ήταν μοναχά αρμοί που την αποτελούσαν. Το κεφάλι της είχε γύρει πίσω κι ενώ η μύτη της ολοένα μάκραινε, όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου της έλεγες πως χάνονταν κι είχαν μείνει μοναχά τα μάτια. Πελώρια μάτια που πετούσαν φλόγες τώρα πια, δίχως φρύδια και ματοτσίνορα. Μπορεί όλα αυτά να παίρνουν χρόνο για να τα γράψεις στο χαρτί· μα, στην πραγματικότητα, έγιναν με τέτοια ταχύτητα που ίσα που πρόφταινες να τα δεις. Πριν προλάβουν να κάνουν κάτι, η αλλαγή είχε ολοκληρωθεί. Το πελώριο ερπετό, που ήταν η ίδια η Μάγισσα, πράσινο σαν δηλητήριο, με πάχος ίσα με τη μέση της Τζιλ, τινάχτηκε κι έφερε δυο τρεις κύκλους τη σιχαμερή ουρά του γύρω από τα πόδια του Πρίγκιπα. Γρήγορο σαν την αστραπή έκανε ακόμα μια θηλιά και τυλίχτηκε στο σώμα του με σκοπό να του ακινητοποιήσει το χέρι που κράταγε το σπαθί. Όμως εκείνος δεν έχασε χρόνο. Σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά ελευθερώνοντάς τα: ο ζωντανός βρόγχος έσφιξε μοναχά το στήθος του – έτοιμος να σφίξει τα πλευρά του και να τα κάνει θρύψαλα με την ίδια ευκολία που σπας ξυλαράκια για προσάναμμα.

Με το αριστερό του χέρι, ο Πρίγκιπας έπιασε το λαιμό του ερπετού σφιχτά, ζουλώντας το μέχρι που να πνιγεί. Το πρόσωπο του ερπετού (αν μπορεί να το πει κανείς πρόσωπο) ήταν καμιά δεκαριά πόντους κοντά στο δικό του. Η φοβερή, διχαλωτή γλώσσα μπαινόβγαινε τρεμουλιαστή χωρίς όμως να μπορεί να τον αγγίξει. Έκανε το δεξί του χέρι πίσω, για να πάρει φόρα έτσι ώστε το σπαθί του να πέσει με δύναμη. Στο αναμεταξύ ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος άρπαξαν κι αυτοί τα δικά τους σπαθιά κι όρμησαν για να τον βοηθήσουν. Και τα τρία χτυπήματα πέσανε ταυτόχρονα: του Ευστάθιου (που πήγε στο βρόντο γιατί δεν κατάφερε ούτε τα λέπια να διαπεράσει) έπεσε στο σώμα του ερπετού, λίγο πιο κάτω από το χέρι του Πρίγκιπα. Ωστόσο, τ’ άλλα δυο, του Πρίγκιπα και του Λασπομούρμουρου πέσανε και τα δυο πάνω στο λαιμό του. Μα ακόμα κι αυτά δεν το ξεκάναν εντελώς. Βέβαια χαλάρωσε κάπως το σφίξιμό του στα πόδια και το στέρνο του Ριλιανού. Όμως χρειάστηκε να δώσουν απανωτά χτυπήματα ώσπου να πετσοκόψουν το κεφάλι. Αν και σκοτωμένο, το τρομερό ερπετό συνέχισε να κουλουριάζεται και να σπαρταράει, λες κι έβλεπες ένα κομμάτι σύρμα να ξετυλίγεται· όπως καταλαβαίνετε, το πάτωμα είχε το μαύρο του το χάλι.