Выбрать главу

«Μα το Λιοντάρι» είπε ο Πρίγκιπας Ριλιανός, «θαρρείς και τούτη η σιωπηλή χώρα βρήκε ξάφνου τη λαλιά της!» Σηκώθηκε, πήγε κατά το παράθυρο και παραμέρισε τις κουρτίνες. Οι άλλοι στριμώχτηκαν κι αυτοί κοντά του για να δουν έξω.

Το πρώτο που πρόσεξαν ήταν μια μεγάλη κόκκινη λάμψη. Ένα κόκκινο μπάλωμα από την αντανάκλασή της φαινόταν πάνω στην οροφή του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, χιλιάδες μέτρα ψηλά. Έτσι μπορούσαν τώρα να δουν ένα πέτρινο ταβάνι που θα πρέπει να είχε μείνει κρυμμένο στο σκοτάδι από τότε που πλάστηκε ο κόσμος. Αυτή η λάμψη ερχόταν από την άλλη άκρη της πόλης, φωτίζοντας πολλά τεράστια κτίρια που πριν έστεκαν σκοτεινά και ζοφερά. Έριχνε το φως της και χαμηλά, φωτίζοντας έτσι πολλούς δρόμους που ξεκίναγαν από κει και φτάναν μέχρι το κάστρο. Σ’ αυτούς λοιπόν τους δρόμους συνέβαινε κάτι πολύ παράξενο. Εκείνα τα σιωπηλά πλάσματα που τα ’χαν δει να βαδίζουν πατείς με πατώ σε είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους, έβλεπες να ξεπετάγονται σιλουέτες, μια μια, δυο δυο ή και περισσότερες. Φέρνονταν σαν να θέλαν να κρυφτούν: γλιστρούσαν στη σκιά πίσω από κολόνες ή μέσα σε εισόδους κι ύστερα, στις ανοιχτοσιές έτρεχαν γρήγορα για να τις διασχίσουν και να χωθούν σε καινούριες κρυψώνες. Όμως το πιο παράξενο πράμα για κάποιον που ήξερε τα πλάσματα αυτά, ήταν ο θόρυβος που κάναν. Φωνές ακόμα και κραυγές έρχονταν από κάθε μεριά. Κάτω όμως από το λιμάνι ανέβαινε ένα χαμηλό βουητό που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό ώσπου στο τέλος έμοιαζε να συγκλονίζει ολάκερη την πόλη.

«Μα τι απόγιναν οι Εγκατωκοσμίτες;» ρώτησε ο Ευστάθιος. «Αυτοί είναι που φωνάζουν έτσι;»

«Πολύ αμφιβάλλω», είπε ο Πρίγκιπας. «Σ’ όλα τα φοβερά χρόνια της αιχμαλωσίας μου δεν άκουσα αυτούς τους ταλαίπωρους να βγάζουν μιλιά, όχι να φωνάζουν. Θα πρόκειται για καινούριες διαβολιές, δεν αμφιβάλλω.»

«Κι εκείνο το κόκκινο φως τι να ’ναι;» ρώτησε η Τζιλ. «Να ’ναι πυρκαγιά;»

«Αν ρωτάτε εμένα» είπε ο Λασπομούρμουρος, «θα ’λεγα ότι είναι φωτιές από το κέντρο της Γης που εκτοξεύονται για να φτιάξουν κανένα καινούριο ηφαίστειο. Και να δείτε που θα βρεθούμε εμείς στην καρδιά του, δε θέλει ρώτημα».

«Δείτε εκείνο το καράβι!» φώναξε ο Ευστάθιος. «Καλέ, πώς πάει έτσι γρήγορα; Και δεν τραβάει κανείς κουπί!»

«Κοιτάξτε, κοιτάξτε!» είπε ο Πρίγκιπας. «Το καράβι έφτασε κιόλας στην άλλη άκρη του λιμανιού – βγαίνει στο δρόμο! Κοιτάξτε! Όλα τα πλοία τραβάνε για την πόλη! Μα το κεφάλι μου το ίδιο, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει! Θα μας προλάβει η πλημμύρα. Να ’ναι ευλογημένος ο Ασλάν, τούτο το κάστρο είναι ψηλά. Όμως το νερό ανεβαίνει φοβερά γρήγορα.»

«Μα τι στο καλό συμβαίνει;» φώναξε η Τζιλ. «Φωτιές, πλημμύρες κι όλος αυτός ο κόσμος που τρέχει στους δρόμους να κρυφτεί…»

«Να σου πω εγώ τι συμβαίνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εκείνη η αφορεσμένη η Μάγισσα άφησε πίσω της μια σειρά από μάγια έτσι ώστε, σε περίπτωση που θα τη σκότωναν, την ίδια στιγμή να γίνει ρημαδιό όλο της το βασίλειο. Ήταν ο τύπος που δε θα χολόσκαγε ακόμα και να πεθάνει, φτάνει αυτός που την καθάρισε να πάει από φωτιά, σεισμό ή καταποντισμό σ’ ένα πεντάλεπτο μέσα.»

«Το βρήκες, φίλε μου» είπε ο Πρίγκιπας. «Την ώρα που το σπαθί μας έπαιρνε το κεφάλι της Μάγισσας, εκείνο το χτύπημα έβαζε τέλος σ’ όλα της τα μάγια, και τώρα οι Χώρες στα Έγκατα της Γης καταρρέουν. Είμαστε μάρτυρες του τέλους του Κόσμου της Αβύσσου.»

«Έτσι όπως το ’πες είναι, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εκτός κι αν πρόκειται για το τέλος όλου του κόσμου.»

«Και δε μου λέτε; Θα καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και θα κοιτάμε; είπε η Τζιλ με κομμένη την ανάσα.

«Δε θα το συμβούλευα!» είπε ο Πρίγκιπας. «Πρώτη μου δουλειά να σώσω τ’ άλογό μου, το Μαυρούκο, και τη Νυφάδα της Μάγισσας (τέτοιο ευγενικό ζώο, τού αξίζει καλύτερη αφέντρα). Και τα δυο σταβλίζονται στην αυλή. Κι ευθύς ύστερα, να τραβήξουμε για κανένα ύψωμα κι ας προσευχηθούμε να βρεθεί διέξοδος. Αν παραστεί ανάγκη θα καβαλικέψουμε δυο δυο σε κάθε άλογο κι αν δε γίνεται αλλιώς και χωθούμε στο νερό, ας ελπίσουμε ότι θα τα βγάλουν πέρα και με την πλημμύρα.»

«Ο Υψηλότατος δε θα φορέσει την πανοπλία; ρώτησε ο Λασπομούρμουρος. «Δε μου πολυαρέσουν εκείνοι κει» κι έδειξε τον κόσμο κάτω στους δρόμους. Μπουλούκια μπουλούκια τούτα τα πλάσματα (και τώρα που είχαν πλησιάσει ήταν φανερό πως ήταν Εγκατωχωρίτες) ανηφόριζαν από το λιμάνι. Δε διαφέρανε από σημερινούς στρατιώτες την ώρα της επίθεσης, τη μια να ορμούν, την άλλη να καλύπτονται, με μόνο τους μέλημα να μην τους δουν από τα παράθυρα του κάστρου.

«Ούτε που θέλω να ξαναβρεθώ μέσα σ’ εκείνη την πανοπλία!» είπε ο Πρίγκιπας. «Όποτε ήμουνα καβάλα στο φαρί μου φορώντας τη, ένιωθα λες και βρισκόμουνα σε κινητό μπουντρούμι. Αποπνέει μάγια και σκλαβιά. Όμως θα πάρω μοναχά την ασπίδα.»