«Το ζώο δεν είναι για μένα», είπε απότομα.
«Αχά! Μήπως μια έκπληξη για τη δεσποινίδα Βαλεντίνα;»
«Νιετ».
Ο Γιενς τσίγκλισε το άλογο του για να πάει πιο γρήγορα, αλλά η νεαρή σταρένια φοράδα είχε συμπαθήσει τον Ήρωα και τάχυνε από μόνη της για να πάει δίπλα του. Ο Κοζάκος χαλάρωσε τα γκέμια της κι εκείνη τριπόδισε σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα.
Ο Γιενς δεν άντεξε να μη γελάσει. Ακόμη κι ο Κοζάκος χαμογέλασε με το στανιό, κι έτσι βρέθηκαν να προχωράνε δίπλα δίπλα στους βρόμικους δρόμους με τον Γιενς να βάζει τον Ήρωα ανάμεσα στη φοράδα και την κίνηση για να νιώθει εκείνη πιο ασφαλής, γιατί στα σταυροδρόμια γινόταν νευρική. Η ομίχλη τους συνόδεψε μέχρι το σπίτι των Ιβάνοφ.
Ο Ποπκόφ βούρτσιζε το τρίχωμα του Ήρωα και τα πήγαινε μια χαρά. Του Γιενς του άρεσε ο άνθρωπος που καταλάβαινε τη διάθεση ενός ζώου κι ήξερε πού έπρεπε να το ξύσει περισσότερο προκειμένου να το κάνει να ρουθουνίσει δυνατά κι ευχαριστημένα.
«Δεν θαργήσω», είπε στον Κοζάκο.
Ο άντρας γρύλισε.
Ο Γιενς γέμισε έναν κουβά από μια βρύση στην αυλή και τον έβαλε μπροστά στον Ήρωα, που έχωσε τη μεγάλη μαύρη μύτη του μέσα με ανακούφιση. Ο Γιενς έμεινε και χάζευε για κανένα λεπτό το ζώο.
«Ποπκόφ», του είπε, «έχεις μια προνομιούχο θέση σ αυτό το σπίτι». Κοίταξε το μεγαλόσωμο άντρα μένα ειρωνικό χαμόγελο. «Όντας ένας χοντροκέφαλος Κοζάκος, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί σου επιτρέπεται η είσοδος μέσα στο σπίτι ή η πρόσβαση στις νεαρές δεσποινίδες Ιβάνοφ». Ο Γιενς χάιδεψε το μυώδη σβέρκο του Ήρωα.
«Να υποθέσω ότι αυτό θα οφείλεται στη φυσική σου γοητεία».
Το στόμα του Κοζάκου άνοιξε εντελώς κι άσπρα σαν ταφόπλακα δόντια έκαναν την εμφάνιση τους.
«Αι στο διάολο», είπε.
«Δεν έχω ξαναδεί τη Βαλεντίνα τόσο ευτυχισμένη».
Ο Γιενς χαμογέλασε στην Κάτια και κράτησε πιο σταθερά το μικροσκοπικό φλιτζάνι στα γόνατα του.
«Είναι επειδή δουλεύει στο νοσοκομείο. Απέκτησε κάποιο σκοπό η ζωή της».
«Αυτό λέει και η μαμά».
«Προφανώς έχει δίκιο η μαμά σου».
«Η μαμά δεν την ξέρει τόσο καλά όσο εγώ».
«Τι είναι αυτό», ρώτησε προσεκτικά, «που ξέρεις εσύ κι η μαμά σου δεν το ξέρει;»
«Γιενς, μπορεί να μη χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά χρησιμοποιώ τα μάτια μου».
«Και τι βλέπεις;»
Εκείνη γέλασε.
«Βλέπω πώς λάμπει η επιδερμίδα της ενώ κανονικά θα έπρεπε να ναι χλομή και κουρασμένη από τις ατέλειωτες ώρες στο νοσοκομείο, πώς σέρνει τα βήματα της όταν είναι αναγκασμένη να μείνει μέσα στο σπίτι. Τη βλέπω να κρυφογελάει όταν νομίζει ότι δεν τη βλέπει κανένας, βλέπω πώς αναστενάζει, πως εκεί που μιλάει κανονικά ξαφνικά κόβει την πρόταση στη μέση». Η φωνή της Κάτιας έγινε μελαγχολική. «Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει γιατί μόλις θυμήθηκε κάτι».
«Τι δηλαδή;»
«Μια στιγμή. Κάτι που ήρθε στο μυαλό της».
«Κάτια, είσαι ένα πάρα πολύ παρατηρητικό κορίτσι».
«Είναι η αδελφή μου. Την αγαπάω».
Οι ματιές τους συναντήθηκαν.
«Κι εγώ», είπε ήρεμα ο Γιενς.
Η Κάτια κούνησε το κεφάλι της, οι ξανθές της μπούκλες κουνήθηκαν κι αυτές.
«Το ξέρω».
«Πώς το ξέρεις;»
«Γιατί ξέρω τη Βαλεντίνα. Αγαπάει κι αγαπιέται».
«Κάτια, θα την προσέχω όσο δεν φαντάζεσαι».
Του χαμογέλασε.
«Το πιστεύω, Γιενς. Αλλά πρόσεχε. Γιατί αν ο μπαμπάς ανακαλύψει ότι εκείνη προτιμάει εσένα από το λοχαγό Τσερνόφ, θα σου απαγορεύσει να έρχεσαι στο σπίτι».
«Σ’ ευχαριστώ που με προειδοποίησες».
Δεν θα ήταν εύκολο για την Κάτια να του παραχωρήσει έτσι απλά την αδελφή της.
Ο Γιενς άκουσε τη φασαρία απτους στάβλους προτού πάει κοντά τους. Φοβήθηκε για τον Ήρωα κι έτρεξε γρήγορα προς τα κει. Φωνές και σπασίματα αντηχούσαν στους πέτρινους τοίχους και πέντε άντρες γρονθοκοπούσαν τον Ποπκόφ. Ο μεγαλόσωμος άντρας παραπατούσε και έριχνε μπουνιές σαν μεθυσμένη αρκούδα, αίμα έτρεχε από ένα σκίσιμο πάνω απ’ το μάτι του. Οι άλλοι ιπποκόμοι το είχαν σκάσει κι αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε: Ήξεραν πολύ καλά ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες με τα μαύρα σακάκια και τις γυαλιστερές μπότες, και γνώριζαν πολλά ώστε να κρατηθούν μακριά. Αλλά πέντε εναντίον ενός, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το ανεχθεί ο Γιενς.
Άρπαξε απτον ώμο τον έναν από αυτούς, τον γύρισε προς το μέρος του και του έριξε μια μπουνιά στο στομάχι. Εκείνος μούγκρισε. Πριν φάει κι ο Γιενς καμιά γροθιά έριξε μια κεφαλιά στο στήθος του άλλου που έχασε την ισορροπία του. Ο Γιενς σήκωσε απότομα το λαιμό του και με το κεφάλι του έσπασε το σαγόνι του άντρα.
Μια δυνατή φωνή έσκισε το νοτισμένο αέρα κάνοντας τ άλογα να κλοτσάνε και να φρουμάζουν ταραγμένα. Με βλαστήμιες και με λοστούς οι άντρες κατάφεραν να ρίξουν τον Ποπκόφ στο χώμα, αλλά παρέσυρε μαζί του και δυο από αυτούς. Κουτρουβαλιάσματα, κλοτσιές από βαριές μπότες και λαχανιασμένες ανάσες ήταν το αποτέλεσμα.