Выбрать главу

«Γαμώτο!» φώναξε δυνατά ο Γιενς. «Σταματήστε αμέσως. Θα τον σκοτώσετε. Τι συμβαίνει;»

Ένα κεφάλι μισογύρισε. Ένα πρόσωπο με βαριά χαρακτηριστικά και μένα μοβ εκ γενετής σημάδι τον κοίταξε με τις σκούρες κόρες των ματιών του, που έδειχναν απίστευτη ευχαρίστηση.

«Άντε χάσου. Εκτός κι αν θες κι εσύ μια από τα ίδια».

Ένας λοστός εμφανίστηκε από δίπλα κι απείλησε να σπάσει το κεφάλι του Γιενς. Δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά, όμως τώρα πια δεν τον ένοιαζε καθόλου. Πετάχτηκε, άρπαξε ένα μαστίγιο από ένα καρφί στον τοίχο και το ξαμόλησε. Το μαστίγιο πάνω του είχε καρφωμένα μεταλλικά άγκιστρα.

Η πρώτη καμουτσικιά καρφώθηκε στην πλάτη ενός άντρα, η δεύτερη έσκισε ένα κομμάτι απ’ το σβέρκο ενός άλλου.

Αίμα πετάχτηκε και πιτσίλισε τάχυρα. Οι δύο άντρες που στέκονταν δίπλα στον πεσμένο Κοζάκο στράφηκαν εναντίον του Γιενς, που με μια πολύ εύστοχη κίνηση του μαστίγιου τους έπιασε και τους δυο με μια θηλιά και τους πέταξε κάτω. Ήταν αργά πια όταν αντιλήφθηκαν πίσω τους τον πληγωμένο Κοζάκο που είχε σηκωθεί όρθιος. Ο λοστός που χε αρπάξει προσγειώθηκε στα κεφάλια και των δυο κι αυτοί σωριάστηκαν κάτω σαν σακιά.

«Γάμησε τους!» μούγκρισε ο Ποπκόφ.

«Εσύ να γαμηθείς!» μουρμούρισε ο Γιενς ανασαίνοντας με δυσκολία. «Τι διάολο έκανες και ξεκίνησε αυτός ο καβγάς;»

Κοιτάζονταν μεταξύ τους κι έκαναν προσπάθεια να μην μπήξουν τα γέλια. Ξαφνικά είχαν γίνει αδέλφια.

«Να σε χέσω!» είπε ο Γιενς. «Σε τι μ’ έμπλεξες;»

Μια ήρεμη φωνή ακούστηκε πίσω τους.

«Άσε κάτω το μαστίγιο. Κι εσύ, γουρούνι, πέτα το λοστό». Καμιά απειλή δεν υπήρχε στα λόγια του. Μόνο μια ήπια δήλωση. «Αλλιώς θα σας φυτέψω από μία σφαίρα στα κεφάλια σας».

 

25

Ο φόβος έχει πολλές μορφές. Στην περίπτωση του Γιενς είχε τη μορφή πένας, της πένας που κρατούσε στο χέρι του αυτός που έκανε τις ερωτήσεις. Όταν ο ανακριτής του ήταν ήρεμος, η πένα βρισκόταν ακίνητη ανάμεσα στα δάχτυλα του, αλλά όταν εκνευριζόταν η πένα έκανε συνέχεια φλικ φλικ φλικ. Η καρδιά του Γιενς χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό.

«Ρωτήστε τον υπουργό Ιβάνοφ», είπε ο Γιενς για δωδέκατη φορά. «Δικό του είναι το σπίτι, όχι δικό μου. Εγώ ήρθα να πάρω το άλογο μου, αυτό είναι όλο».

«Καταρχάς, γιατί το άλογο βρισκόταν εκεί;»

«Σας είπα. Είχα πάει να επισκεφτώ την κόρη του υπουργού».

«Ή χρησιμοποιούσες αυτή τη δικαιολογία για να έχεις πρόσβαση στους στάβλους;»

«Όχι».

«Για να σώσεις το κουτί με τις χειροβομβίδες που είχες κρύψει εκεί».

«Όχι».

«Πότε έκρυψες τις χειροβομβίδες στο στάβλο;»

«Δεν τις έκρυψα».

«Ποιος σου ζήτησε να τις μαζέψεις;»

«Κανείς. Δεν ξέρω τίποτα απόλα αυτά».

«Επιτέθηκες στους πράκτορες μου μένα μαστίγιο».

«Θα σκότωναν τον Κοζάκο».

«Ώστε παραδέχεσαι ότι ο Λιεβ Ποπκόφ είναι συνεργός σου σε μια αντικυβερνητική συνωμοσία».

«Όχι, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Το μόνο που ξέρω είναι πως είναι υπηρέτης εκεί».

«Λες ψέματα».

«Όχι».

Όλα γύρω του χόρευαν σε κύκλους. Φλικ φλικ φλικ. Ο Γιενς αδιάφορος σε όλα αυτά, απαντούσε στις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Μέχρι στιγμής ήταν όλα τόσο πολιτισμένα, που μπερδευόσουν. Ούτε άδειο ανακριτικό δωμάτιο, ούτε δυνατά φώτα, ούτε χειροπέδες να πετσοκόβουν τα χέρια του. Μια πολυθρόνα με μαξιλαράκια στα μπράτσα, ακόμα και τσιγάρο του προσφέρανε. Το οποίο και αρνήθηκε.

Καθόντουσαν σένα συνηθισμένο γραφείο γεμάτο κίτρινα ντοσιέ κι ένα φυτό πάνω σένα ράφι. Ένα κομψό χαλάκι στο πάτωμα. Χωρίς λεκέδες από αίμα, παρατήρησε ο Γιενς. Ο ανακριτής του ήταν ένας μικρόσωμος φαλακρός άντρας με ήρεμη φάτσα και μεγάλα αφτιά που τα έπαιζε όταν ένιωθε αμηχανία. Κάθε φορά που ο Γιενς έλεγε: «Μιλήστε στον υπουργό Ιβάνοφ. Είναι στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας του τσάρου», τα δάχτυλα του ψηλάφιζαν το λοβό των αφτιών του. Ο άντρας πατούσε στα νύχια, ήξερε πόσο λεπτός ήταν ο πάγος κάτω από τα πόδια του.

Ο αναθεματισμένος Κοζάκος ήταν ηλίθιος. Πουθενά δεν ήταν ασφαλής, τα μάτια της Οχράνας παρακολουθούσαν τα πάντα. Αν ο Ποπκόφ νόμιζε ότι οι στάβλοι ενός υπουργού της κυβέρνησης ήταν ένα έξυπνο μέρος για να κρύψει αντικυβερνητικά όπλα, προφανώς δεν ήξερε τίποτα για τις μεθόδους της Μυστικής Αστυνομίας. Παρόλα αυτά δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο Ποπκόφ ήταν μπολσεβίκος. Γαμώτο, ανατρίχιασε στη σκέψη ότι η Βαλεντίνα βρισκόταν κοντά σένα τόσο επικίνδυνο πακέτο.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» ρώτησε απαιτητικά.

«Ο επαναστάτης ανακρίνεται».

Το αίμα του Γιενς πάγωσε. Ανακρίνεται.

«Δεν πιστεύω ότι ο Ποπκόφ είναι επαναστάτης. Ο καθένας θα μπορούσε να βάλει εκεί τις χειροβομβίδες για να θέσει σε κίνδυνο τον υπουργό».