Выбрать главу

«θα μπορούσες να είσαι εσύ ο καθένας».

«Όχι, όχι εγώ».

«Ό,τι πιστεύεις εσύ είναι άσχετο».

Τα μάτια του άντρα ήταν πεινασμένα. Πολύ θα θελε να βγάλει τα δόντια του και να χιμήξει στον Γιενς αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Ο Γιενς κατάλαβε ότι αυτό που τον εμπόδιζε ήταν ο τίτλος κάτω από τόνομα του στην μπροστινή μεριά του φακέλου πάνω στο γραφείο του. «Γιενς Φρίις: Μηχανικός της Αυτού Μεγαλειότητας του Τσάρου».

Μηχανικός της Αυτού Μεγαλειότητας.

θα μπορούσε να κάνει χρήση αυτού του τίτλου, γιατί όχι; Ένιωθε το σφυγμό του να του σφυροκοπάει ταφτιά. Ήξερε ότι υπήρχαν ένα σωρό λόγοι που δεν έπρεπε να το κάνει, ένα σωρό ανακριτικά κελιά στο υπόγειο που δεν είχαν καμιά σχέση μαυτό το γραφείο. Κάποια είχαν αλυσίδες στις καρέκλες και ξεραμένο αίμα στους πλακοστρωμένους τοίχους. Προσπάθησε να μιλήσει ευγενικά στον ανακριτή.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» ρώτησε ξανά. «Θέλω να τον δω».

Ήταν φανερό ότι ο άντρας ενοχλήθηκε από το αίτημα του, όμως φρόντισε να μην το δείξει. Ύστερα από μια μεγάλη σιωπή με την πένα να πηγαίνει πέρα δώθε σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε τόσο δυνατά, που αυτή βρόντηξε στον τοίχο.

«Έλα».

Μπόχα. Ιδρώτας. Αίμα.

Ο Γιενς ήταν στο τσακ να ξεσπάσει. Με το ζόρι σταμάτησε να χτυπάει με τη γροθιά του τη μεταλλική πόρτα, με το ζόρι κρατήθηκε και δεν άρπαξε το λαιμό του συνοδού του να του χώσει το κεφάλι μες στο στενό παραθυράκι της πόρτας. Σταμάτησε έξω απ’ το κελί της φυλακής και φώναξε τον Ποπκόφ.

Διέκρινε μια φαρδιά πλάτη και αίμα να τρέχει από φρέσκιες πληγές. Πλησίασε πιο κοντά και μέσα από το ορθογώνιο ματάκι της πόρτας είδε τον Κοζάκο αλυσοδεμένο από τους καρπούς στον απέναντι τοίχο, εντελώς γυμνό να στέκεται στα πόδια του, με τη μούρη του χωμένη στα τρισάθλια πλακάκια. Ο πισινός του ήταν γεμάτος μώλωπες, ηλεκτρόδια συνδέανε τα γεννητικά του όργανα με μια μπαταρία. Περιττώματα ήταν πασαλειμμένα στο πίσω μέρος των ποδιών του.

Μπόχα. Ιδρώτας. Αίμα.

Οι θόρυβοι της πόλης είχαν κοπάσει. Ήταν αργά το βράδυ όταν ο Γιενς έφτασε στην επιβλητική κατοικία των Ιβάνοφ και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα την έβρισκε κλειδωμένη και με κλειστά παντζούρια, με στρατιώτες να τη φρουρούνε και τα παράθυρα σκοτεινά και χωρίς ζωή. Αλλά όχι. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Τον υποδέχτηκε αμέσως ένας λακές με μάτια που πετάριζαν, μικρά νευρικά μάτια. Ό,τι κι αν συνέβη εδώ ανάμεσα στον υπουργό Ιβάνοφ και στην Αστυνομία, αφού είχαν πάρει αυτόν και τον Ποπκόφ, είχε αφήσει το σημάδι του.

Όμως κι ο Γιενς είχε το δικό του σημάδι. Ο δεξιός του ώμος τον πονούσε πάρα πολύ όταν ένας απτους μπάσταρδους του κοπάνισε μια με τον υποκόπανο του τουφεκιού του την ώρα της σύλληψης. Ο λακές τον οδήγησε στο γαλάζιο σαλόνι, εκεί που είχε καθίσει με τη Βαλεντινα για πρώτη φορά, αλλά δεν περίμενε να τη βρει ξανά, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο πατέρας της δεν θα της το επέτρεπε. Το όνομα της έπρεπε να παραμείνει άσχετο με την υπόθεση στους στάβλους του.

«Γιενς Φρίις», ανακοίνωσε ο λακές.

Ο Γιενς μπήκε στο ολοφώτιστο σαλόνι και του πήρε ένα λεπτό για να προσαρμοστούν τα μάτια του. Προς μεγάλη του έκπληξη ήταν όλοι εκεί. Ο υπουργός Ιβάνοφ αυστηρός, με μια πράσινη σκούρα ρεντινγκότα, στεκόταν με την πλάτη του στο τζάκι, τα θαμνώδη του φρύδια σουφρωμένα πάνω από τα ανήσυχα μάτια του και το ένα του χέρι να χτυπάει ρυθμικά το μαρμάρινο γείσο. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα καθόταν ακίνητη σαν κούκλα σ’ έναν καναπέ, τα χέρια της στην ποδιά της, ένα ποτήρι με νερό δίπλα της.

Ωστόσο ο Γιενς ούτε καν τους πρόσεξε γιατί τα μάτια του γέμισαν από τη Βαλεντίνα. Καθόταν σ’ έναν άλλο καναπέ, δίπλα στην αδελφή της, κι οι δυο με κρεμ φορέματα, μα η αντίθεση ανάμεσα τους δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Το πρόσωπο της Κάτιας ήταν μουσκεμένο από δάκρυα, όμως χαμογέλασε αμέσως στον Γιενς έδειξε να ανακουφίζεται που τον είδε, μόνο που η Βαλεντίνα δεν έδειξε κάτι παρόμοιο. Τα καστανά της μάτια είχαν σχεδόν μαυρίσει από το θυμό κι από τη ματιά που του έριξε κατάλαβε ότι δεν τα είχε με τον πατέρα της αλλά μεκείνον. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα πίσω στο λαιμό της κι αυτή τη φορά δεν ήταν η ομορφιά της που τον ξάφνιασε μα η δύναμη ένα φίνο ατσαλένιο πλέγμα κάτω απ’ το δέρμα της. Το είχε αντιληφθεί και νωρίτερα, αλλά ποτέ δεν το είχε δει τόσο ολοκάθαρα. Πολύ θα ήθελε να της εξηγήσει πώς μπλέχτηκε στον καβγά με τους πράκτορες της Οχράνας. Αντί γι αυτό απευθύνθηκε στον πατέρα της.

«Υπουργέ Ιβάνοφ, είμαι ευτυχής που είστε όλοι καλά».

«Φρίις, τι διάολο γύρευες στους στάβλους μου; Γιατί χτυπούσες με μαστίγιο την Αστυνομία; Μένω έκπληκτος που σε άφησαν ελεύθερο έπειτα από μυχ τέτοια συμπεριφορά».

«Η Αστυνομία έκανε λάθος», είπε αυστηρά ο Γιενς. Δεν κοιτούσε τη Βαλεντίνα. «Θα σκότωναν έναν από τους υπηρέτες σας. Δεν σας αφορά;»