Выбрать главу

«Ανάθεμα σε, άνθρωπε μου. Με αφορά ότι μέσα στο στάβλο υπήρχε ένα κασόνι με χειροβομβίδες που θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα». Ο Ιβάνοφ άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά στο τζάκι, οι ώμοι του τεντωμένοι, οι γροθιές του σφιγμένες.

Ο Γιενς παρέμεινε εκεί που ήταν, κοντά στην πόρτα. Δεν του πρότειναν να καθίσει - ευτυχώς, γιατί η μόνη θέση που θα μπορούσε να καθίσει ήταν δίπλα στη Βαλεντίνα.

«Ο Λιεβ δεν ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να σκοτωθεί», είπε με ανέκφραστη φωνή η Βαλεντίνα. «Το ρίσκο που πήρες ήταν φοβερό».

«Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του να τον χτυπάνε μέχρι να πεθάνει».

«Το ξέρω». Η Βαλεντίνα κούνησε το κεφάλι της σαν να ήθελε να ξεφορτωθεί κάτι από πάνω της. «Πού είναι τώρα ο Λιεβ;»

Ο Γιενς απευθύνθηκε στον πατέρα της.

«Είναι σε ένα βρομερό μπουντρούμι. Γι’ αυτό ήρθα μεχρι εδώ. Χρειάζεται απόψε κιόλας τη βοήθεια σας, ειδάλλως σας ορκίζομαι ότι μέχρι το πρωί θα είναι νεκρός».

Η Κάτια βόγκηξε.

«Μπαμπά! Πρέπει να τον βοηθήσεις».

Ο Ιβάνοφ αγνόησε τις κόρες του, η προσοχή του ήταν στραμμένη στον Γιενς.

«Εσένα γιατί σε άφησαν;»

«Γιατί δεν είχα καμιά σχέση με τις χειροβομβίδες. Και επειδή», σταμάτησε και σκέφτηκε μέχρι πόσο θα μπορούσε να πιέσει τον Ιβάνοφ, «έχω φίλους στην Αυλή. Εσείς κι εγώ ξέρουμε ότι αυτή η πόλη λειτουργεί ανάλογα με τον ποιον ξέρεις και τι χάρες σου χρωστάει».

Ο Ιβάνοφ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, είχε καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε ο μηχανικός. Πήρε ένα πούρο από έναν ασημένιο υγραντήρα πάνω στο τζάκι για να κερδίσει χρόνο, αλλά στον Γιενς δεν πρόσφερε.

«Λοιπόν, ξέρουν ποιος έβαλε εκεί τις χειροβομβίδες;» ρώτησε ο Γιενς.

«Ο Βίκτορ Αρκίν», του απάντησε η Βαλεντίνα, «ο σοφέρ μας».

«Ομολόγησε;»

«Όχι», γρύλισε ο Ιβάνοφ. «Η κόρη μου είδε το κουτί στο πίσω μέρος του γκαράζ την περασμένη εβδομάδα - βεβαίως δεν ήξερε τι περιείχε. Αυτός θα πρέπει να το μετακίνησε για να το κρύψει καλύτερα. Εγώ ο ίδιος θα τον πυροβολήσω τον προδότη, αν τον ανακαλύψουν».

« Εξαφαν ί στη κε;»

Ο υπουργός τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το πούρο του.

«Το σκάσε. Ένας αναθεματισμένος επαναστάτης μες στο ίδιο μου το σπίτι, που ο Θεός να τον κάψει και το πτώμα του να ξεβραστεί στο Νέβα και τα μάτια του να του τα έχουν φάει τα καβούρια».

«Ήταν καλός σοφέρ. Τον συμπαθούσα».

Η προσοχή όλων στράφηκε στην Ελιζαβέτα Ιβάνοβα που κρατούσε το ποτήρι με το νερό στο χέρι της. Πρώτη φορά μιλούσε εκείνη.

«Δεν ήταν ποτέ του αναιδής», συνέχισε εκείνη, «όπως ο Κοζάκος, ο σταβλίτης. Ή βρόμικος».

«Μπαμπά;»

Ήταν η Κάτια που του μίλησε. Έτεινε το χέρι της, ένα χλομό πραγματάκι που αιωρείτο στον αέρα κι ο πατέρας της έσπευσε να το πάρει στο δικό του. β «Τι είναι, μικρούλα μου;»

«Μπαμπά, κάνε αυτό που σου λέει ο Γιενς. Βοήθησε τον Αιεβ».

Ο Γιενς είδε τον αγώνα που έδινε αυτός ο άντρας. Η επιθυμία του να ευχαριστήσει τη μικρότερη κόρη του σε σχέση μέναν ασήμαντο υπηρέτη ήταν ενάντια στην αναλγησία του στους πολιτικούς ελιγμούς. Αλλά ο Γιενς αντιλήφθηκε ότι και κάτι άλλο συνέβαινε μαυτόν τον άντρα, κάτι που του κινούσε την περιέργεια: Ήταν φόβος. Τι μπορεί να φοβάται τόσο πολύ ο υπουργός του τσάρου; «Κάτια, αγαπημένο μου παιδί, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Ιβάνοφ πολύ ήρεμα. «Ξέρω ότι έχεις συνηθίσει αυτόν τον άξεστο Κοζάκο αλλά.»

«"Συνηθίσει";» τον διέκοψε η Βαλεντίνα. «"Συνηθίσει"; Είναι κάτι παραπάνω, μπαμπά. Αυτός ο "άξεστος Κοζάκος" είναι στη δούλεψη σου όλη του τη ζωή, αυτός είδε τον πατέρα του να πεθαίνει εξαιτίας σου, γιατί είχε έρθει ιππεύοντας κείνη την ημέρα για να με βρει. Ο Λιεβ Ποπκόφ σιχαίνεται τους μπολσεβίκους όπως θα σιχαινόταν και τα ποντίκια στους στάβλους του. Σκοπεύεις ύστερα απόλα αυτά να τον αφήσεις να πεθάνει σε ένα τρισάθλιο κελί της Οχράνας;»

«Ναι».

αΔεν μπορείς». Σηκώθηκε στα πόδια της, ανάσαινε με δυσκολία. «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στον αρχηγό της Αστυνομίας και ναπαιτήσεις την άμεση απελευθέρωση του», η φωνή της έτρεμε, «αλλιώς εγώ.»

Κοίταξε τον Γιενς και κάτι στην έκφραση της τάραξε τον πατέρα της. Εκείνος πήγε προς το μέρος του.

«Φρίις, φύγε από το σπίτι μου! Σου απαγορεύω να ξαναέρθεις εδώ», του φώναξε ο Ιβάνοφ.

Ο Γιενς γύρισε στη Βαλεντίνα.

«Θα έρθεις μαζί μου; Φύγε μαζί μου απ’ αυτό το σπίτι».

Ίσα που ακούστηκε όταν έλεγε αυτά τα λόγια, μα αντήχησαν δυνατά λες κι είχε φωνάξει. Τα λόγια του τράβηξαν κάτι που ήταν χύμα μέσα της - τα μέλη της μαλάκωσαν κι οι άκαμπτοι μύες του προσώπου της γλύκαναν καθώς τον κοίταξε. Ο θυμός έφυγε κι έδωσε τη θέση του σε μια τρυφερότητα ανείπωτη. Για ένα ηλίθιο λεπτό εκείνος πίστεψε ότι θα ερχόταν μαζί του.